02 Φεβρουαρίου 2014

Η Υπαπαντή του Κυρίου (Αφιέρωμα)




H Υπαπαντή του Χριστού – π. Αντωνίου


Νυν απολύεις τον δούλόν σου, δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη• ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτή ριον σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ» (Λκ. 2. 29 32)
Τα λόγια του Αγίου Συμεών σημειώνουν το τέλος μιας μακράς περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς το Θεό• είχαν περάσει χιλιάδες χρόνια από τότε που ο Αδάμ είχε χύσει το πρώτο του δάκρυ, από τότε που είχε θρηνήσει για πρώτη φορά πάνω στη γη εκείνη στην οποία δεν εύρισκες πια το Θεό ανάμεσα στα πλάσματά Του.
Ολόκληρη η γη, όλο το γένος των ανθρώπων ποθούσε την ημέρα εκείνη που επιτέλους θα συναντούσε για μια ακόμη φορά το Θεό του πρόσωπο με πρόσωπο. Να λοιπόν που η μέρα εκείνη είχε φτάσει: ο Θεός έγινε άνθρωπος μέσα σε μια φάτνη στη Βηθλεέμ• ο Αιώνιος μπήκε μέσα στο χρόνο• ο Απεριχώρητος και Ατελεύτητος υπάχθηκε στους περιορισμούς της κτιστής μας κατάστασης.
Αυτός που είναι η ίδια η αγιότητα μπήκε στον κόσμο της αμαρτίας τη μέρα του βαπτίσματός Του με το να βυθιστεί στα φοβερά νερά του Ιορδάνη μέσα στα οποία οι άνθρωποι είχαν αποπλύνει τα αμαρτήματά τους• βυθίστηκε στα νερά του ποταμού σαν μέσα στα νεκρά νερά της μυθολογίας και των παραμυθιών και βγήκε φορτισμένος με τη νέκρα και τη θνητότητα των ανθρώπων τους οποίους είχε έλθει να σώσει.
Σήμερα θυμόμαστε την Υπαπαντή του Κυρίου, τη συνάντησή Του με το πρώτο πρόσωπο, εκτός από τη Μητέρα Του, το οποίο με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος Τον είχε διαισθανθεί ως Θεό. Η τραγωδία της αποστέρησης του Θεού την οποία βρίσκουμε στην Παλαιά Διαθήκη και τον ειδωλολατρικό κόσμο έχει τελειώσει• ο Κύριος είναι μαζί με το λαό Του• η πληρότητα της Θεότητας κατοικεί πάνω στη γη αυτή.

Μια νέα όμως τραγωδία αρχίζει, η πορεία του Θεανθρώπου προς το Σταυρό. Ο Χριστός γεννήθηκε στη χώρα του θανάτου και με σκοπό Του να πεθάνει. Γεννήθηκε με σκοπό Του να πεθάνει για χάρη μας. Αν προσέξατε τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία διαβάζονται για τη γιορτή αυτή είναι πιθανό να καταλάβατε τους λόγους για τους οποίους θεσπίστηκε.
Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο της Εξόδου διαβάζουμε ότι ο Θεός ζήτησε από το Μωυσή την καθιέρωση του κάθε πρωτότοκου αγοριού, την προσφορά του παιδιού σαν μια θυσία σε μνήμη του γεγονότος ότι ο Ισραήλ σώθηκε από τη δουλεία των Αιγυπτίων μέσω του θανάτου όλων των πρωτοτόκων της Αιγύπτου.
Η παρουσίαση αυτή του κάθε πρωτότοκου βρέφους στο Ναό δε σήμαινε μια πλήρη αφιέρωση στο Θεό: τα παιδιά αυτά επέστρεφαν στη συνέχεια πίσω στην καθημερινή κοσμική ζωή. Η παρουσία σήμαινε την άφεσή τους στο θέλημα του Θεού, σήμαινε ότι ο Θεός είχε πάνω τους δικαίωμα ζωής και θανάτου και το γεγονός αυτό αναγνωριζόταν από το ότι οι γονείς πλήρωναν για το παιδί σαν λύτρα ένα αμνό η ένα ζεύγος περιστεριών.
Ο πρωτότοκος ήταν πραγματικά μια αιματηρή θυσία η οποία αναβαλλόταν από αιώνα σε αιώνα μέχρι τη μέρα που οδηγήθηκε στο ναό ο Μονογενής Γιος του Θεού που είχε γίνει Γιος της Παρθένου, ο «υιός του ανθρώπου». Και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία η αιματηρή αυτή θυσία έγινε δεκτή από το Θεό παρά το γεγονός ότι το αντικατάστατο της θυσίας είχε προσφερθεί, αυτή τη μοναδική φορά ο Θεός Πατέρας δέχτηκε και τον ίδιο το θάνατο του Βρέφους.
Η θυσία έπρεπε να περιμένει τον καιρό της• πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια από την παρουσίαση του βρέφους μέχρι το θάνατο του ώριμου Ιησού• η θυσία όμως είχε γίνει δεκτή και, όταν ήλθε ο καιρός, το βρέφος που είχε προσφερθεί από την Παρθένο Μαρία πέθανε στο Γολγοθά πάνω σ' ένα σταυρό.
Ενώ ο Άγιος Συμεών διακήρυττε τη λύτρωση του κόσμου από τη μακραίωνη αποξένωσή του από το Θεό έδινε ταυτόχρονα και στη Θεομήτορα τη φοβερή προειδοποίηση ότι μια ρομφαία θα διαπερνούσε και τη δική της την καρδιά, ότι η θυσία που αναστελλόταν για τη στιγμή εκείνη θα φανερωνόταν κάποια μέρα σαν θεϊκή βουλή και θα αποτελούσε ένα τραγικό μονοπάτι για το Χριστό και για εκείνη (Λκ. 2. 34, 35).
Ο Χριστός ακολούθησε πραγματικά το τραγικό αυτό μονοπάτι, το μονοπάτι της ανθρώπινης και της Θείας εγκατάλειψης, την οδό προς τον Κήπο της Γεθσημανή και το θάνατο του Γολγοθά. Ο θάνατός Του ήταν μια καταπάτηση του θανάτου εφ' όσον αναστήθηκε ζωντανός από το μνήμα. Έπειτα αναλήφθηκε με δόξα και μας έδωσε το Άγιό Του Πνεύμα και όμως ούτε και τότε δεν εξαλείφεται το σημείο του σταυρού και η τραγωδία του κόσμου δε φτάνει στο τέλος της.
Ο εγερθείς Χριστός έχει στα χέρια και στα πόδια Του τα σημάδια από τα καρφιά, στην πλευρά την ουλή από τη λόγχη και στο μέτωπό Του τα σημάδια από την κορώνα την οποία Του είχαν φορέσει κοροϊδευτικά, το στεφάνι που αντί να είναι βασιλικό είχε γίνει από αγκάθια.
Γινόμαστε κι εμείς μέτοχοι της σταυρικής αυτής οδού: ο καθένας από μας παρουσιάστηκε στην εκκλησία ύστερα από το Βάπτισμά του• τότε διαβάστηκαν προσευχές για τις μητέρες μας και για μας και η εκκλησία επικαλέστηκε τον Κύριο, τον Προστάτη των νηπίων που είχε ο ίδιος κρατηθεί στις αγκάλες του Αγ. Συμεών, ζητώντας έλεος και συμπαράσταση.
Αυτό έγινε κατ' εικόνα της παρουσίασης του Χριστού• πριν από αυτό είχαμε βαπτιστεί και το Βάπτισμα σύμφωνα με τον Απ. Παύλο (Ρωμ. 6. 3 11) και την πίστη της Εκκλησίας είναι μια καταβύθιση στο θάνατο του Χριστού ώστε να τον κάνει δικό μας θάνατο, με τον ίδιο τρόπο που η Ανάστασή Του γίνεται δική μας ανάσταση.
Εμείς λοιπόν που έχουμε πεθάνει με το θάνατο του Χριστού και εγερθεί με την Ανάστασή Του οδηγούμαστε στο ναό όπως είχε οδηγηθεί κι Εκείνος, αιώνιοι και εν τούτοις υποκείμενοι στην τραγωδία του χρόνου, ζωντανοί αλλά προορισμένοι για το θάνατο. Ο Χριστός ήταν ζωντανός στην αιώνια θεότητά Του και την αθάνατη ανθρώπινη σάρκα Του, όμως δέχτηκε το θάνατο της σάρκας Του για να κοινωνήσει σε όλα με τη δική μας αμαρτωλή σάρκα. Με παρόμοιο τρόπο ύστερα από τη συνανάστασή μας μαζί Του ο Χριστός μας αποστέλλει – όπως προηγουμένως ο Πατέρας είχε στείλει Εκείνον – στη σφαίρα της αμαρτίας για να σηκώσουμε στα σώματα, τις ψυχές και ολόκληρη την ύπαρξή μας το σταυρό του κόσμου ο οποίος έχει πέσει και εξαγοραστεί αλλά που δεν έχει απολυτρωθεί ακόμα.
Σύμφωνα με τα λόγια του Απ. Παύλου καλούμαστε να ανταναπληρώσουμε στα σώματά μας τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού (Κολ. 1. 24) – κι επειδή είμαστε το Σώμα του Χριστού, επειδή είμαστε ένα μαζί Του, η τραγωδία την οποία ο ερχομός Του απάλειψε από την Παλαιά Διαθήκη και τον κόσμο της αρχαιότητας και η οποία έγινε κατόπιν η δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ' εμάς σε όλους τους αιώνες.
Ο Πατριάρχης Αλέξιος (1877 1970. Έγινε Πατριάρχης Μόσχας το 1945) είχε πει μια φορά ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού το οποίο, ενώ συνεχώς οι άνθρωποι απορρίπτουν, σταυρώνεται κατά τη διάρκεια των αιώνων για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας, αυτός είναι ο δικός μας ο δρόμος, αυτό είναι το μήνυμα το οποίο μας φέρνει η ένδοξη μα τρομακτική αυτή γιορτή της Υπαπαντής του Κυρίου από το δίκαιο Συμεών.
Πλησιάζουμε στις εβδομάδες εκείνες οι οποίες μας προπαρασκευάζουν για την Τεσσαρακοστή, την Αγία Εβδομάδα και την Ανάσταση• είμαστε ήδη κοινωνοί του Θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού και όμως οφείλουμε ξανά και ξανά να ακολουθήσουμε το μονοπάτι• αυτό της ζωής του Χριστού και της Εκκλησίας και να το κάνουμε τρόπο ζωής μας πάντοτε, έξω από την Εκκλησία, όπου και αν συμβεί να βρεθούμε: είμαστε το σταυρωμένο Σώμα του Χριστού το οποίο προσφέρεται από το Θεό, το οποίο πέρα κι απ' αυτό, καθ' ομοίωση του Χριστού, προσφέρει το ίδιο τον εαυτό του για τη σωτηρία του κόσμου.
Από το βιβλίο «Ημέρα Κυρίου», εκδ. Ακρίτας.


Καταβασίες της Υπαπαντής με μετάφραση


Ωδή α'
Χερσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος, επεπόλευσέ ποτε· ωσεί τείχος γαρ επάγη, εκατέρωθεν ύδωρ, λαώ πεζοποντοπορούντι, και θεαρέστως μέλποντι. Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται.
Μετάφραση
Στο στερεό βυθό, που τα ύδατα της αβύσσου κρατεί, άπλωσε κάποτε τις ακτίνες του ο ήλιος,, γιατί το νερό πηγμένο υψώθηκε σαν τείχος εκατέρωθεν για να περάσει ο λαός πεζός, θεάρεστα ψάλλοντας: ας αναμέλψουμε ύμνους στον Κύριο, γιατί υπέρμετρη έχει δόξα.
Ωδή γ'
Το στερέωμα, των επί σοι πεποιθότων, στερέωσον Κυριε την Εκκλησίαν, ην εκτήσω, τω τιμίω σου αίματι.
Μετάφραση
Συ Κύριε, που είσαι η προστασία όλων εκείνων που έχουν εμπιστοσύνη σε Σε, στερέωσε την Εκκλησία, την οποίαν έκαμες δική Σου με το τίμιο αίμα Σου.
Ωδή δ'
Εκάλυψεν ουρανούς, η αρετή σου Χριστέ· της κιβωτού γαρ προελθών,του αγιάσματός σου, της αφθόρου Μητρός, εν τω ναώ της δόξης σου, ώφθης ως βρέφος, αγκαλοφορούμενος, και επληρώθη τα πάντα της σης αινέσεως.
Μετάφραση
Η συγκατάβασή Σου, Χριστέ, γέμισε από απορία τις ουράνιες δυνάμεις. Γιατί, Συ, αφού γεννήθηκες από την Παρθένα Μητέρα Σου, την Κιβωτό του αγίου Σου σώματος, ως βρέφος βασταζόμενο στην αγκαλιά της εθεάθης στον ένδοξο ναό Σου και γέμισαν τα σύμπαντα από τη δική σου δοξολογία.
Ωδή ε'
Ως είδεν Ησαΐας συμβολικώς, εν θρόνω επηρμένω Θεόν, υπ' Αγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ω τάλας! εβόα, εγώ· προ γαρ είδον σωματούμενον Θεόν, φωτός ανεσπέρου, και ειρήνης δεσπόζοντα.
Μετάφραση
Όταν είδε ο Ησαΐας με συμβολική απεικόνιση τον Θεό σε υψωμένο θρόνο να περιστοιχίζεται από ένδοξους Αγγέλους, ω! εγώ ο ελεεινός, εκραύγαζε, γιατί αξιώθηκα να προΐδω σε οπτασία τον Θεό με ανθρώπινο σώμα, τον Κύριο του ανεσπέρου φωτός και της ειρήνης.
Ωδή στ'
Εβόησέ σοι, ιδών ο Πρέσβυς, τοις οφθαλμοίς το σωτήριον, ο λαοίς επέστη· Εκ Θεού Χριστέ συ Θεός μου.
Μετάφραση
Αναφώνησε σε Σένα, ο Γέροντας Συμεών, όταν με τα μάτια του είδε τον σωτήρα που προορίσθηκε (από τον Θεό) για όλους τους λαούς, Συ είσαι, Χριστέ, ο Θεός μου γεννηθείς εκ Θεού Πατρός.
Ωδή ζ'
Σε τον εν πυρί δροσίσαντα, Παίδας θεολογήσαντας, και Παρθένω, ακηράτω, ενοικήσαντα, Θεόν Λογον υμνούμεν, ευσεβώς μελωδούντες· Ευλογητός ο Θεός, ο των Πατέρων ημών.
Μετάφραση
Σε, που δρόσισες μέσα στη φωτιά τους Τρεις Παίδας, οι οποίοι ομολόγησαν τον Θεό και κατοίκησες μέσα στην αμόλυντη Παρθένα, Σε τον Θεόν Λόγον υμνούμεν, με ευσέβεια μελωδούντες, ευλογητός είσαι, Θεέ των Πατέρων μας.
Ωδή η'
Αστέκτω πυρί ενωθέντες, οι θεοσεβείας προεστώτες Νεανίαι, τη φλογί δε μη λωβηθέντες, θείον ύμνον έμελπον· Ευλογείτε πάντα τα έργα τον Κυριον, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.
Μετάφραση
Οι πρόμαχοι της ευσεβείας Νέοι, ενωμένοι με την ασυγκράτητη φωτιά αλλά χωρίς να βλαφτούν από τη φλόγα, έψελναν ύμνους στο Θεό: ευλογείτε όλα τα δημιουργήματα τον Κύριο και υπέρμετρα δοξάζετε Αυτόν αιώνια.
Ωδή θ'
Εν νόμω, σκια και γράμματι, τύπον κατίδωμεν οι πιστοί, παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον, άγιον Θεώ· διο πρωτότοκον Λογον, Πατρός ανάρχου Υιόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, απειράνδρω, μεγαλύνομεν.
Μετάφραση
Ας αντικρύσουμε με σεβασμό Αυτόν που προεικόνιζε η αινιγματική γραφή του Νόμου δηλαδή κάθε αρσενικό βρέφος, που διανοίγει τη μήτρα αυτής που το γέννησε, είναι αφιερωμένο στον Θεό, γι' αυτό τον πρωτότοκο μονογενή Λόγο, Υιό Πατρός ανάρχου που πρωτότοκος και μονάκριβος γεννήθηκε από την Παρθένα Μαρία, ας δοξάσουμε.



Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ-Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα



«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη;», ερωτά υμνογραφώντας ο άγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο πρώτο Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Υπαπαντής, ήχου α.
Η βυζαντινή εικόνα της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτολμά ν' απαντήσει στο υμνολογικό αυτό ερώτημα μ' ένα άλλο είδος τέχνης, περισσότερο προσιτό στο ευρύτερο σώμα των πιστών.
Η σκηνή εικονίζει την εκπλήρωση του εβραϊκού έθους. Του έθους που καθόρισε η απαίτηση του ίδιου του Θεού, «παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον», να αφιερώνεται σ' Αυτόν. ( Εξοδ. ιγ´ 2), όπως εμφατικά σημειώνεται και στον Ειρμό της ενάτης ωδής της Υπαπαντής. Αυτή την πραγματοποίηση του «ειθισμένου, κατά το ειρημένον του νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ιστορεί η εικόνα της Υπαπαντής.
Πέντε πρόσωπα απαρτίζουν την σύνθεση. Η Υπεραγία Θεοτόκος με τον Ιωσήφ φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό. Τα δύο άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα του ναού, και συναντούν τους προσερχομένους εντός του ιερού χώρου. Ο Συμεών ο πρεσβύτης, άνθρωπος χαριτωμένος απ' το Πνεύμα του Θεού, «δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. β´ 25), και η αγία Άννα η προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σε προχωρημένη ηλικία και αυτή. Λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της, από τότε που χήρευσε. Στα χέρια της, που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού, κρατεί ειλητάριο με λόγους προφητικούς, που αναφέρονται στο πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους Ιησού. «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».
Ο εικονογράφος δεν επιλέγει να ισορροπήσει τη σύνθεση σ' ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο που κεντρική θέση έχουν κατά βάση δύο. της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του βρέφους Ιησού. Το κέντρο της εικόνας κατέχει το ιερό, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, στεφανωμένες από μια σινδόνη. Το ιερό με τη σινδόνη μοιάζουν να διαιρούν την εικόνα στα δύο. Άλλωστε το όλο συμβάν της Υπαπαντής του Κυρίου ενώνει δύο σαφέστατα διαφορετικούς χώρους. Το χώρο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Της προσδοκίας των αιώνων, με Τον Προσδοκώμενο. Της φθοράς του γήρατος και του θανάτου, με την αφθαρσία και τη ζωή του βρέφους Ιησού.
Δεν σημαίνονται όμως μόνο συνθετικά οι δύο κόσμοι που ενοποιούνται από το γεγονός που περιγράφει η εικόνα, αλλά και υφολογικά υποδηλώνεται το διττό μήνυμα της εορτής. Η χαρά και η λύπη.
Η χαρά εκπεφρασμένη από τον πρεσβύτη Συμεών. Τον γέροντα που με τρεμάμενα από το βαθύ γήρας χέρια, προσδέχεται Αυτόν που ανέμενε αιώνες η παλαιοδιαθηκική ευσέβεια, και διψούσε ο ιουδαϊκός λαός: τον λυτρωτή του κόσμου. Τον Συμεών, που αξιώνεται να γίνει θεοδόχος! Τα πόδια του λυγίζουν από ευλάβεια. Τα μάτια του κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» (Λουκ. Β. 30, 32) του θεανθρωπίνου Βρέφους. Τα χέρια του, σκεπασμένα από συστολή και σεβασμό με μια άκρη του ενδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος όχι για να υποδεχθούν ένα κοινό βρέφος, αλλά για να κρατήσουν Αυτόν που κρατεί ολόκληρη την οικουμένη. Τα χέρια του πρεσβύτου Συμεών, που με τόση ευλάβεια κρατούν το θείο Βρέφος πάνω από το θυσιαστήριο του ναού, θυμίζουν τόσο πολύ την εικόνα των λειτουργών ιερέων που προβάλλουν ενώπιόν μας το θυσιασμένο και αναστημένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου Ιησού. Όλες οι γραμμές του σώματος του αγίου Συμεών, μαζί με τις πτυχώσεις των ενδυμάτων του τείνουν προς τον Κύριο. Λυγίζουν, και με μια καμπυλόγραμμη κίνηση υποτυπώνουν το δοχείο που πληρούται από το περιεχόμενό του, που δεν είναι τίποτε άλλο εν προκειμένω από τη θεία Χάρη.
Αλλά αν η χαρά και η ανέκφραστη αγαλλίαση αφορούν και αποτυπώνονται στον πρεσβύτη Συμεών, η Υπεραγία Θεοτόκος ενσαρκώνει τον πόνο και την θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει και αποχωρίζεται τον Υιό της. Τα χέρια της διατηρούν μια κίνηση σαν να κρατούν ακόμη τον Ιησού Χριστό, σαν να μην θέλουν να Τον αποχωρισθούν. Και ο Υιός της, φαίνεται να ανταποκρίνεται στα μητρικά της αισθήματα. Απλώνει κι αυτός το χέρι του σε μια προσπάθεια να μην αποχωρισθεί την Παναγία μητέρα Του. Μια έκφραση των αισθημάτων της τελείας ανθρωπίνης φύσεώς Του.
Ανάμεσα στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θεοδόχο Συμεών, υψώνεται το ιερό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας, σχηματίζοντας ένα φράγμα απαγορευτικό. Η Θεομήτωρ στερείται τον Υιό της, και η θλίψη της επιτείνεται από τα προφητικά λόγια του αγίου Συμεών «και σου την καρδίαν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β. 35). Η Παναγία πλέον αρχίζει να στρατεύεται στον δρόμο του σταυρού, που είναι το δώρο του Υιού της σ' ολόκληρο τον κόσμο. Το δώρο αυτό που χαρίζεται και στην ίδια, με μια διπλή επίπτωση. Της χαράς, της σωτηρίας και της λυτρώσεως από τη μια, και από την άλλη, της θλίψεως της μητρικής καρδιάς της μπροστά στην άρνηση αποδοχής από τον κόσμο του υιού και Θεού της. Άρνηση που θα φθάσει μέχρι τον σταυρικό θάνατο.
«Ανοιγέσθω η πύλη του ουρανού σήμερον»,όπως ψάλλεται και στο Δοξαστικό των εκεκραγαρίων του Εσπερινού της Υπαπαντής, σε ήχο πλ. Του β. γι' αυτό και ο εικονογράφος ιστορεί τα κτήρια και τις στέγες τους να συγκλίνουν σ' Αυτόν που αγιάζει ολόκληρη την κτίση.
Αυτόν που είναι «φως διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν, και δόξαν του νεολέκτου Ισραήλ», όπως τονίζεται και στο ιδιόμελο της Λιτής της Υπαπαντής, που ψάλλεται σε ήχο α.
Λυτρωτής τόσο του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, όσο και του ισραηλιτικού λαού. Και το λυτρωτικό αυτό μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο, υποδηλώνεται από τα δύο περιστέρια, τα οποία προσφέρει ο Ιωσήφ στον ναό. Δεν ανταποκρίνονται μόνο στην καθορισμένη προσφορά, αλλά συμβολίζουν και τους δύο κόσμους, για τους οποίους προσφέρεται η θυσία του Κυρίου μας. Τον κόσμο των εθνικών και της ειδωλολατρίας, και τον κόσμο του ευεργετηθέντος Ισραήλ.
Υπαπαντή! Σημαίνει συνάντηση του Κυρίου με την προσδοκία του κόσμου.
Υπαπαντή! Καθ' ην «Χορός αγγελικός,εκπληττέσθω το θαύμα!
βροτοί δε ταις φωναίς,ανακράξωμεν ύμνον,ορώντες την άφατοντου Θεού συγκατάβασιν», όπως θαυμάσια προτρέπει το Κάθισμα της πρώτης στιχολογίας του Όρθρου της εορτής, ήχου α., και μέσα από την περιγραφική, συμβολική, αγία και ιεροπρεπή τέχνη της βυζαντινής εικονογραφίας.
Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το ιστορούμενο γεγονός. Ας προσκυνήσουμε τον νηπιάσαντα και βρεφοκρατούμενο Σωτήρα και Λυτρωτή μας.

Κόλπους Πατρὸς τυποῦσι τοῦ σοῦ, Χριστέ μου,
Τοῦ Συμεὼν αἱ χεῖρες, αἱ φέρουσί σε.
Δέξατο δευτερίῃ Χριστὸν Συμεὼν παρὰ Νηῷ.
Βιογραφία
Το γεγονός αυτό εξιστορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο Β', στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του παιδιού Ιησού. Σύμφωνα με το Μωσαϊκό νόμο, η Παρθένος Μαρία, αφού συμπλήρωσε το χρόνο καθαρισμού από τον τοκετό, πήγε στο Ναό της Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ιωσήφ, για να εκτελεσθεί η τυπική αφιέρωση του βρέφους στο Θεό κατά το «πάν άρσεν διανοίγον μήτραν (δηλαδή πρωτότοκο) άγιον τω Κυρίω κληθήσεται» και για να προσφέρουν θυσία, που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Κατά τη μετάβαση αυτή, δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του ο υπερήλικας Συμεών (βλέπε 3 Φεβρουαρίου). Αυτό το γεγονός αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν ήλθε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο, όπως ισχυρίζονταν οι υποκριτές Φαρισαίοι και Γραμματείς, αλλά να τον συμπληρώσει, να τον τελειοποιήσει.
Κατά την ολονυκτία της Υπαπαντής στην Κωνσταντινούπολη, οι βασιλείς συνήθιζαν να παρευρίσκονται στο Ναό των Βλαχερνών. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε μέχρι τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α'.
Χαῖρε Κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἠμῶν, φωτίζων τοὺς ἐν σκότει. Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβῦτα δίκαιε, δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἠμῶν, χαριζόμενον ἠμὶν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Κοντάκιον
Ἦχος α'.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὖς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Ὁ Οἶκος
Τῇ Θεοτόκῳ προσδράμωμεν, οἱ βουλόμενοι κατιδεῖν τὸν Υἱὸν αὐτῆς, πρὸς Συμεὼν ἀπαγόμενον, ὃν περ οὐρανόθεν οἱ Ἀσώματοι βλέποντες, ἐξεπλήττοντο λέγοντες· θαυμαστὰ θεωροῦμεν νυνὶ καὶ παράδοξα, ἀκατάληπτα, ἄφραστα, ὁ τὸν Ἀδὰμ δημιουργήσας βαστάζεται ὡς βρέφος, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται ἐν ἀγκάλαις τοῦ Πρεσβύτου, ὁ ἐπὶ τῶν κόλπων ἀπεριγράπτως ὑπάρχων τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, ἑκὼν περιγράφεται σαρκί, οὐ Θεότητι, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον
Σήμερον ἡ Πάναγνος Μαριάμ, τῷ Ναῷ προσάγει, ὥσπερ βρέφος τὸν Ποιητήν, ὃν ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ὁ Πρέσβυς δεδεγμένος, Θεὸν αὐτὸν κηρύττει, κἂν σάρκα εἴληφε.

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ Υπαπαντής του Κυρίου


Ψαλλόμενα ἐν τή θ΄ ὠδή - Ἦχος γ΄
Ἀκατάληπτόν ἐστι, τό τελούμενον ἐν σοῖ,
καί Ἀγγέλοις καί βροτοῖς, Μητροπάρθενε ἁγνή.
(Εἶναι ἀδύνατο νά καταλάβουν καί οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι αὐτό πού συμβαίνει καί τελεῖται μέσα Σου, Θεοτόκε, Μητροπάρθενε καί ἁγνή).

Ἀγκαλίζεται χερσίν, ὁ Πρεσβύτης Συμεών,
τόν τοῦ νόμου Ποιητήν, καί Δεσπότην τοῦ παντός.
(Μέ τά χέρια τοῦ ὁ γέροντας Συμεών ἀγκαλιάζει Αὐτόν, πού ἔδωκε στούς ἀνθρώπους τόν νόμο, δηλαδή τόν Δεσπότη καί Κύριo τοῦ παντός).

Βουληθεῖς ὁ Πλαστουργός, ἴνα σώση τόν Ἀδάμ,
μήτραν ὤκησε τήν σήν, τῆς Παρθένου καί ἁγνῆς.
(Ἐπειδή ὁ Θεός καί πλάστης τοῦ ἀνθρώπου θέλησε νά σώσει τόν Ἀδάμ, κατοίκησε μέσα στή δική Σου μήτρα, σέ ἐσένα τήν Παρθένο καί ἁγνή).

Γένος ἅπαν τῶν βροτῶν, μακαρίζει σέ Ἁγνή,
καί δοξάζει σέ πιστῶς, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
(Ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων Σέ καλοτυχίζει καί Σέ δοξάζει, Ἁγνή Θεοτόκε μέ πίστη, γιατί εἶσαι ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ).

Δεῦτε ἴδετε Χριστόν, τόν Δεσπότην τοῦ παντός,
ὄν βαστάζει Συμεών, σήμερον ἐν τῷ ναῶ.
(Ἐλᾶτε νά δεῖτε τόν Χριστό, τόν Δεσπότη τοῦ παντός, νά Τόν κρατᾶ στά χέρια του ὁ Συμεών, σήμερα στόν ναό).

Ἐπιβλέπεις πρός τήν γῆν, καί ποιεῖς τρέμειν αὐτήν,
καί πῶς γέρων κεκμηκῶς, σέ κατέχει ἐν χερσί;
(Ἕνα Σου βλέμμα ρίχνεις πάνω στή γῆ καί τήν κάνεις νά τρέμει καί πῶς τώρα ἕνας κατάκοπος γέροντας Σέ κρατάει στά χέρια του;)

Ζήσας ἔτη Συμεών, ἕως εἶδε τόν Χριστόν,
καί ἐβόα πρός αὐτόν, Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ.
(Ὁ Συμεών ἔζησε πολλά χρόνια μέχρις ὅτου εἶδε τόν Χριστό, καί μέ δυνατή φωνή τοῦ εἶπε: Τώρα εὐχαριστημένος πού Σέ εἶδα Σου ζητῶ νά μέ ἀπολύσεις ἀπό τούτη τή ζωή).

Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἡ τόν ἄνθρακα Χριστόν,
συλλαβοῦσα ἐν γαστρι, σύ ὑπάρχεις Μαριάμ.
(Σύ Παρθένε Μαρία εἶσαι ἡ μυστική λαβίδα, πού μέσα Σου συνέλαβες τόν Χριστό, πού εἶναι ὡς Θεός, ἄνθρακας γιά τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο).

Θέλων ἐνηνθρώπησας, ὁ προάναρχος Θεός,
καί ναῶ προσφέρεσαι, τεσσαρακονθήμερος.
(Μέ τή θέλησή Σου ἔγινες ἄνθρωπος Σύ πού εἶσαι Θεός πρό πάντων τῶν αἰώνων καί μέ τή θέλησή Σου, τηρώντας τίς διατάξεις τοῦ νόμου, προσφέρεσαι στό ναό σάν βρέφος σαράντα ἡμερῶν).

Κατελθόντ’ ἐξ οὐρανοῦ, τόν Δεσπότην τοῦ παντός,
ὑπεδέξατο αὐτόν, Συμεών ὁ Ἱερεύς.
(Ὅταν κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς ὁ Δεσπότης τοῦ κόσμου ὅλου, τόν ὑποδέχθηκε στόν ναό ὁ Συμεών ὁ ἱερεύς).

Λάμπρυνόν μου τήν ψυχήν, καί τό φῶς τό αἰσθητόν,
ὅπως ἴδω καθαρῶς, καί κηρύξω σέ Θεόν.
(Δῶσε λάμψη στήν ψυχή μου καί καθάρισε τό φῶς τῶν αἰσθήσεών μου, γιά νά Σέ ἰδῶ ξεκάθαρα καί νά Σέ κηρύξω σάν Θεό).

Μητροπάρθενε ἁγνή, τί προσφέρεις τῷ ναῶ,
νέον βρέφος ἀποδούς, ἐν ἀγκάλαις Συμεών;
(Θεοτόκε, μητέρα καί παρθένε, τί προσφέρεις στόν ναό, δίνοντας στά χέρια τοῦ Συμεών ἕνα νέο Βρέφος σαράντα ἡμερῶν;)

Νῦν ἀπόλυσιν ζητῶ, ἀπό σου τοῦ Πλαστουργοῦ,
ὅτι εἶδον σέ Χριστέ, τό σωτήριόν μου φῶς.
(Τώρα πιά ζητῶ ἀπό Σένα πού μέ ἔπλασες μέ τά χέρια Σου, νά μέ ἀπολύσεις ἀπό τούτη τή ζωή, γιατί εἶδα Ἐσένα, πού εἶσαι τό Φῶς πού σώζει ὅλους τους ἀνθρώπους ἀλλά καί ἐμένα).

Ὄν οἱ ἄνω λειτουργοί, τρόμω λιτανεύουσι,
κάτω νῦν ὁ Συμεών, ἀγκαλίζεται χερσί.
(Αὐτόν πού οἱ οὐράνιοι λειτουργοί, δηλαδή οἱ ἄγγελοι, μέ τρόμο τόν λατρεύουν καί ὑπηρετοῦν, ἐδῶ κάτω στή γῆ ὁ Συμεών ἀγκαλιάζει μέ τά χέρια του).

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι
Ἡ τή φύσει μέν Μονάς, τοῖς προσώποις δέ Τριάς,
φύλαττε τούς δούλους σου, τούς πιστεύοντας εἰς σέ.
(Ἁγία Τρίας, πού εἶσαι κατά τήν φύση Σου μονάδα ἀλλά κατά τά πρόσωπα, πού σέ ἀποτελοῦν τριάδα, φύλαγε τούς δούλους Σου, πού πιστεύουν σέ Σένα).

Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
Θεοτόκε ἡ ἐλπίς, πάντων τῶν Χριστιανῶν,
Σκέπε, φρούρει, φύλαττε, τούς ἐλπίζοντας εἰς σέ.
(Θεοτόκε, σύ ἡ ἐλπίδα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, σκέπασε, φρούρησε καί φύλαγε ὅλους, ὅσοι ἐλπίζουν σέ Σένα).

Ὁ Εἱρμός
Ἐν νόμω σκιά καί γράμματι, τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί, πᾶν ἄρσεν τό τήν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῶ, διό πρωτότοκον Λόγον, Πατρός Ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρί, ἀπειράνδρω μεγαλύνωμεν.


Ομιλία στην Υπαπαντή του Κυρίου (1998)

Αγαπητοί μου Αδελφοί,
Με βαθύτατη αίσθηση της αμαρτολότητάς μας, αλλά και της ψυχικής διαθέσεως μας να εξέλθουμε εκ της κάθε καταστάσεως που μας χωρίζει από το Θεό, ερχόμαστε την εσπέρα αυτή, εορτάζοντες την Υπαπαντή του Σωτήρος Χριστού, να συναντήσομε στα χέρια, στις αγκάλες του Δικαίου Συμεών, τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου.
Με την αίσθηση της φιλευσπλαχνίας του Θεού, αυτού που πήρε το βάρος των αμαρτιών μας και με την αίσθηση της ανοχής του Θεού που δέχεται, καταδέχεται να εισέλθει στην αγκάλη των ανθρωπίνων δηλαδή στο πρόσωπο του Δικαίου Συμεών, εις τας χείρας του, μη αντέχοντας ο Δίκαιος Συμεών, αναφωνεί από ανερμήνευτη πνευματική έκσταση για την αποκάλυψη και το φως των εθνών, διακηρύττει, ότι είδαν οι οφθαλμοί του το Σωτήριον των εθνών.
Επόμενοι και εμείς αναξίως αυτής της ομολογίας της θέας του φωτός των ανθρώπων και των εθνών, επιχειρούμε απόψε να προσεγγίσουμε δι’ ολίγον το φως του κόσμου, των εθνών, την οικουμενική αυτή ομολογία του θεοδόχου Δικαίου Συμεών που άγγιξε και δέχτηκε στις αγκάλες του το φως εκείνο που λάμπει στους αιώνες ανάμεσα μάλιστα για τους καιρούς μας, σε συνθετικά φώτα και στις από διάφορες καλόγνωμες ή κακόγνωμες προσκλήσεις για την θέα διαφόρων φώτων ή φωτισμένων.
Και είναι όντος φώτα, χίλια φώτα εκατομμύρια δέσμες φωτός και φωτισμένων κλήσεων μέσα όμως από την συνθετικότητα και την φαντασμαγορία των εξωτερικών αισθήσεων.
Και βεβαίως κανείς δεν στρέφεται εναντίον της φωτινότητος ή της επιστημονικής αναλύσεως των εργαστηρίων της φυσικής αφού η κίνηση σ’ αυτά τα επίπεδα είναι ερμηνεία του κτιστού φωτός.
Όπως όμως δεχόμαστε την θεωρία του κτιστού φωτός και περιγράφουμε τις ενέργειες του πολλές φορές, στην καλύτερη περίπτωση, από μια θα λέγαμε ποιητική μεταφυσική αναγωγή για το άλλο φως που απόψε ομολογείται από τον Δίκαιο Συμεών η ανθρώπινη διανόηση το χαρακτήρισε και ακόμα από άγνοια, το φανέν φως του Χριστού, το άκτιστο φως της Θεότητος, το χαρακτήρισε ως σύμβολον.
Η Θεολογία όμως της Εκκλησίας μας μέσα από την εμπειρική και όχι την φιλοσοφική διάθεση, δεν κινείται, δεν καλεί σ’ ένα κτιστό σύμβολο αορίστου φωτός, αλλά αληθούς φωτός, παραδεδεγμένου και όχι αορίστου αναγωγής του σ’ ένα σύμβολο για την δημιουργία μιάς θρησκευτικότητας συμβόλων.
Χωρίς να καταρρίπτομε την αξία των συμβόλων που η ιστορία κατοχύρωσε για την ασθένεια της πτώσεως και την ανάγκη του αδύνατου ανθρώπου ο οποίος  ζητά τα σημεία, τις κορυφές για να στερεώσει τις ελπίδες του και να διασκεδάσει, να ανακουφίσει την αναζήτησή του, εμείς με το στόμα του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, πιστεύουμε όχι σ’ ένα σύμβολο φωτός ή έστω σε ένα φανέν σύμβολον αγγελότητος, αλλά εις το «φως το παραδειχθέν εις τους μαθητές του Χριστού Θεότητος».
Το φως Χριστός είναι λοιπόν η παραδειχθείσα θεότητα και όχι το παραδείξαν την θεότητα.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «λαμπρότερος του εαυτού του εφαίνετο ο Κύριος καθ’ όσον η θεότης παρεδείκνυε τας ακτίνας της» της Θεότητος οι ακτίνες και όχι κάτι ξένο ως σύμβολον υπάρχον της Θεότητος του φωτός.
Ο Θεός, «φως οικών απρόσιτον» κατά τον μέγα Βασίλειον το απρόσιτον ως αληθινό άκτιστο φως μη μπορώντας οι μαθητές να το ατενίσουν, να ατενίσουν όχι ένα σύμβολο φωτός, αλλά την δόξαν του φωτός του Υιού, το απρόσιτον φως, κατέπεσαν χαμέ. Φως πνεύμα εις την προς Β΄ Κορινθίους, το οποίον έλαμψεν εις τας καρδίας ημών δι Αγίου Πνεύματος.
Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά το φως λοιπόν των εθνών δεν ήτο, δεν είναι υπόκρισις Θεότητος ή θα λέγαμε σύμβολο, αλλά αληθινό φως, φως Θεότητος. Η Εκκλησία μας δε ψάλει « είδομεν φως τον Πατέρα, φως τον Υιόν φως και το Πνεύμα.
Δεν μπορούμε λοιπόν να κρύψομε την εμπειρική, μέσα από την άσκηση και την εναγώνια αναζήτηση των προαναφερθέντων αγίων πατέρων της Εκκλησίας, προσαγόρευση του φωτός ως αληθινής Θεότητος, στην βλάσφημη παρουσίασή του από τον όποιο μεγάλο και σοφό για ένα κτιστό, αισθητό απλό σύμβολο της Θεότητος.
Εδώ όμως είναι αναγκαία και μια απαραίτητη διευκρίνιση ότι η συνήθεια των χαρακτηρισμών συμβόλων κατ’ αλληγορική έννοια δεν αφίσταται της διακρίσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου φωτός.
Ο συμβολισμός δηλαδή του κρεμασμένου επί Σταυρού Αγίου Σώματος του Κυρίου ως σύμβολον προσηλωμένου για τις αμαρτίες μας δεν είναι παρά η αλληγορία της αποκαθηλώσεως των ιδικών μας παθών και όχι σύμβολο, ο Σταυρωθείς Κύριος.
Όπως συμβαίνει και με τον Μωυσή που παρουσιάζεται ως σύμβολο προνοίας ή ο Ηλίας ως σύμβολο κρίσεως, αν είναι μόνο σύμβολα, τότε δεν παρευρέθηκαν αληθινά στα γεγονότα της αποκάλυψης του φωτός, αλλά ήσαν κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά φάσματα υποκρίσεως.
Γι’ αυτό και η αγιοπνευματική θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο θέμα φως των εθνών, φως της Θεότητος, επιφυλάσσεται να καλεί σύμβολο την χάρη του φωτός προς αποφυγή παραπλανήσεως λόγω ομωνυμίας και κτιστής κατατάξεως, του ακτίστου του φωτός.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της διακρίσεως των πραγμάτων από τον Πατέρα και δέκτη της θέας του ακτίστου φωτός Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά «Όταν πρόκειται να ανατείλη ο ήλιος φυσικό σύμβολο του είναι ο όρθρος και της καυστικής δυνάμεώς του φυσικό σύμβολο η θέρμη. Το φως του είναι συλληπτό με την όψη, αλλά τον δίσκο του Ηλίου δύσκολα μπορείς να δεις η τέλεια λαμπρότητα του είναι αθέατος».
Η δε αφή ενώ αντιλαμβάνεται την θέρμη του πυρός δεν έχει καμία αντίληψη της καυστικής δυνάμεως της οποίας σύμβολο είναι η θέρμη. Και εάν γνωρίζαμε δια της αφής πόση είναι η θέρμη θα γινόταν όλη πυρ και θα έχανε την αφή. Είναι λοιπόν μεθεκτή στην αφή η δύναμη του πυρός, αλλά εντελώς αμέθεκτη στην καύση.
Δηλαδή ακόμα και φυσικά σύμβολα του φωτός δεν μπορούν να παρουσιάσουν το άκτιστο εκείνο φως που απόψε πέμπεται στην οικουμένη ολόκληρη, αποκαλυπτόμενο κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, μόνο σ’ αυτούς που έχουν μάτια πνευματικά, κατάλληλα «ότι είδον οι οφθαλμοί μου», άλλως ούτε και αυτά τα απλά σύμβολα θα είναι ακατάληπτα.
Αυτό λέει και ο Μέγας Βασίλειος «η θεία δύναμις αυτού διαυγάζουσα τους έχοντας τους οφθαλμούς της καρδιάς καθαρούς».
Ο δε Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «ο Χριστός εμφανίστηκε στους μαθητές Του διανοίγων τους οφθαλμούς των για να δουν το ωράϊσμα της δόξης, ενώ οι μαθητές του ήταν κάθε μέρα μαζί του και τον έβλεπαν φανερά».
Ο δε Μέγας Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει «ο Κύριος εκάθησε εν ουρανοίς πλήρης δόξης όχι στο πρόσωπο μόνο όπως ο Μωυσής, αλλά εις όλο το σώμα».
Επομένως δεν είναι το φως των εθνών, η επαγγελία των προφητών, ανυπόστατο σύμβολο, αλλά είναι «κατ’ αίσθηση και υπέρ αίσθηση το φως το απρόσιτο, το απόρρητο, το άυλο, το άκτιστο, το θεοποιό, το αΐδιο, η δόξα της θεότητας, η ευπρέπεια της ουρανίου βασιλείας, κατά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
Ο σοφός Δαμασκηνός λέγει «δεν έλαβε ο Κύριος επίκτητο το ωράϊσμα της θείας δόξης, όπως ο Μωυσής, αλλά από την έμφυτο θεία δόξα και λαμπρότητα».
Λέγε λοιπόν Συμεών σήμερον ποιον φέρεις στις αγκάλες σου, σε ποιον κράζεις και βοάς, είδαν οι οφθαλμοί σου το φως του Κόσμου, το λυτρωτή του παντός. Νυν ηλευθέρομαι είδον γαρ τον Σωτήρα μου.
Ας περάσομε και εμείς σ’ αυτήν την ομολογία: είδα τον Σωτήρα μου. Ας περάσομε από το νόμο της προαναγγελίας των προφητών και των αινιγμάτων, από τα αισθητά σύμβολα, στην Χάρη του Σαρκωθέντος Χριστού, του «Νυν».
Ελάτε λοιπόν αδελφοί και εμείς απόψε να υπαντήσομε τον Χριστό, να συναντηθούμε μαζί Του στην ανοιγμένη για μας σήμερα πύλη του ουρανού. Στην αναζήτηση των λαών και στους ταραγμένους καιρούς, μόνο η συνάντηση μαζί Του θα ειρηνεύσει την ζωή μας, θα ανοίξουν τα μάτια μας από το αισθητό φως, στο φως της ακτίστου βασιλείας Του.
Το αβάστακτο της φωτοχυσίας Σου, η δοκιμασία της θείας εκστάσεως Σου είναι η παρακαταθήκη της Ορθοδόξου κληρονομιάς των φωτόμορφων τέκνων της Εκκλησίας, αφού και ο σύγχρονος διανοητής λέει για το φως του κόσμου τούτου: «ήταν φώτα, χίλια φώτα μα δεν ήτανε το φως».
"Εγώ ειμί το φως του κόσμου", στη ζωή στην ώζουσα από θάνατο ατμόσφαιρα της εποχής μας, η αποκάλυψη των εθνών στην αναζήτηση της ειρήνης. Ο Παλαιός των ημερών «το φως το διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν».
† Αρχιμ. Μακάριος Δουλουφάκης, Πρωτοσύγκελλος Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης
(Εκφωνήθηκε το έτος 1998, στον Παλαιό Ι. Μ. Ναό Αγ. Μηνά Ηρακλείου κατά την εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου)


Στην αυλή του μεγαλόπρεπου ναού του Σολομώντος
πηγαινοέρχεται πολύς κόσμος. Άλλοι παίρνουν προσφορές στο ναό κι
άλλοι προσεύχονται. Οι ιερείς απασχολημένοι.
Ποιος είναι ο γέροντας που κάθεται στην άκρη της βεράντας; Τι
να περιμένει άραγε;
Είναι ο Συμεών, ο σεβάσμιος ιερέας. Πολλά χρόνια πριν, ο θεός
του’ χε δώσει μια υπόσχεση. Πως δηλαδή πριν πεθάνει θα δει το Χριστό,
το Σωτήρα του κόσμου. Θα έχει το μοναδικό προνόμιο να τον
υποδεχτεί στο ναό αυτό.
Και να! Ξαφνικά κάτι νιώθει. Κοιτάζει με τα’ αδύνατα μάτια του.
Βλέπει ένα ζευγάρι φτωχών ανθρώπων να έρχονται δειλά στο ναό για ν’
αφιερώσουν το μικρό αγόρι τους στο Θεό, όπως ήταν συνήθεια των
Εβραίων. Ήταν ο Ιωσήφ και η Μαρία. Η Μαρία κρατούσε το νεογέννητο
Ιησού που ήταν πια σαράντα ημερών. Ο Ιωσήφ κρατούσε ένα ζευγάρι
περιστέρια, για θυσία στο ναό.
- Έλα κόρη μου, δώσε μου το παιδί.
Θα το οδηγήσω εγώ μπροστά στο ναό.
Παίρνει στα γέρικά του χέρια το
μικρό Ιησού και τον οδηγεί μπροστά
στην πύλη του ναού. Νιώθει να
πλημμυρίζει η ψυχή του από χαρά.
Συγκινημένος άρχισε να δοξάζει το
Θεό:
« Νυν απολύεις τον δούλον σου
Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη,
ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν
σου … Φως εις αποκάλυψιν εθνών
και δόξαν λαού σου Ισραήλ».
Δηλαδή:
«Τώρα, Κύριε, μπορείς να με πάρεις ειρηνικά, όπως μου
υποσχέθηκες, διότι είδαν τα μάτια μου το Σωτήρα, που είναι φως για να
φανερωθεί στα έθνη και δόξα του λαού σου του Ισραήλ».
Κατόπιν στράφηκε προς την Παναγία:
« Αυτό εδώ το παιδί θα γίνει αιτία να σωθούν,
αλλά και να χαθούν πολλοί από το Ισραήλ.
Όσοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν θα αναστηθούν,
όσοι δεν πιστέψουν θα χαθούν. Τη δική σου
όμως καρδιά θα τη διαπεράσει σα μαχαίρι ο
πόνος.»
Στο ναό ήταν και η Άννα, μια γριά ογδόντα τεσσάρων χρόνων που
ζούσε με νηστείες και προσευχές. Κι αυτή, λοιπόν σαν είδε το Χριστό,
άρχισε να μιλά με χαρά σ’ όλους και να λέει πως αυτός θα φέρει τη
σωτηρία στους ανθρώπους.
Η υποδοχή του μικρού Ιησού στο ναό από το Συμεών είναι γνωστή
ως η Υπαπαντή του Κυρίου.
Γιορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 2 Φεβρουαρίου. Ο
εορτασμός της καθιερώθηκε επίσημα από τον αυτοκράτορα
Ιουστινιανό τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Αυτή τη μέρα ο λαός μας τη θεωρεί ακόμα μια γιορτή της
Παναγίας.
Χαῖρε, κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε·
ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης,
Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν φωτίζων τοὺς ἐν σκότει.
Εὐφραίνου καὶ σὺ, Πρεσβύτα δίκαιε,
δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
χαριζόμενον ἡμῖν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Η ευαγγελική περικοπή της ημέρας που περιγράφει την Υπαπαντή του Κυρίου: κατά
 
Λουκάν, κεφάλαιο β, 22-40





Τα χέρια του Ιερέα στη ζωή μας! Αρχιμ. Καλλίνικος Μαυρολέων

Όταν έμπαινε στο Ναό της Ιερουσαλήμ η Παναγία μας, κρατώντας στην αγκαλιά της βρέφος 40 ημερών τον Ιησού, μαζί με τις άλλες μητέρες που έρχονταν εκεί για να καθαριστούν μετά τον τοκετό και να παρουσιάσουν τα πρωτότοκά τους παιδιά, κανένας δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι το ξεχωριστό σ’ αυτό το παιδί! Μόνο ένας, ο πρεσβύτης Συμεών, ειδοποιημένος από το Άγιο Πνεύμα, έτρεξε να υποδεχτεί Εκείνον που τόσα χρόνια περίμενε πρώτα να δει με τα σωματικά του μάτια κι έπειτα να πεθάνει…
Η πολυπόθητη στιγμή είχε φτάσει! Πήρε στα χέρια του το βρέφος, τον Ιησού, και ζήτησε από το Θεό τώρα πια να πεθάνει, αφού είδαν τα μάτια του το σωτήρα όλου του κόσμου, το Χριστό!

Κι αυτή η συγκλονιστική στιγμή ζωντανεύει στο διάβα των αιώνων κάθε φορά που ένα αντρόγυνο φέρνει στο Ναό το νεογέννητο παιδί της, για να “σαραντίσει” όπως λέμε, για να διαβάσει, δηλαδή, ο ιερέας ειδικές ευχές στη μητέρα του παιδιού και να πιάσει στα χέρια του, όπως και τότε ο Πρεσβύτης Συμεών, το μικρό παιδί…
Στα χέρια του Ιερέα! Αλήθεια, έχετε ποτέ αναρωτηθεί πόσο μεγάλη σχέση έχει η ζωή μας με τα χέρια του ιερέα; Η πρώτη έξοδος του νεογέννητου παιδιού από το σπίτι του γίνεται την ημέρα του σαραντισμού. Το παιδί μας κάνει την πρώτη επίσκεψή του στο σπίτι του Ουράνιου Πατέρα Του! Εκεί θα το πρωτοπιάσει ο ιερέας στα χέρια του και θα το οδηγήσει στον πρώτο του εκκλησιασμό. Θα το βάλει μπροστά στις εικόνες του τέμπλου, μετά μέσα στο Ιερό Βήμα, αν είναι αγόρι. Θα εκφωνήσει τα λόγια του Συμεών “Νυν απολύεις με Δέσποτα” και θα το παραδώσει στη μητέρα του.
Αργότερα, πάλι θα φέρει η μητέρα το παιδί στο Ναό. Τώρα για τη βάφτισή του, τη δεύτερη γέννα του από την κολυμβήθρα, την κοιλιά της άλλης Μάνας, της Εκκλησίας! Πάλι θα πιάσει στα χέρια του το παιδί ο ιερέας, να το αλείψει με λάδι αρχικά, να το βαπτίσει στο νερό, να το ντύσει, να το κουρέψει, να το χρίσει, τέλος, με το άγιο Χρίσμα, δίνοντάς του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αναδεικνύοντάς το γνήσιο παιδί της Εκκλησίας




Στη συνέχεια, όχι μόνο τρεις φορές, όπως πολύ λανθασμένα πιστεύουν και κάνουν μερικοί, αλλά πολλές φορές, πάλι έχοντας στο χέρι του τη λαβίδα θα του μεταδίδει τη θεϊκή τροφή… Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού κι όχι το μελάκι ή το χρυσό δοντάκι, όπως πάλι εντελώς ανόητα λένε κάποιοι στα παιδιά, αλλά τον ίδιο το Χριστό, ολοζώντανο, θα βάζει με το τίμιο χέρι του ο ιερέας στο στόμα του παιδιού, για να συγχωρούνται οι αμαρτίες του και να ζει αιώνια! Γιατί τέτοια είναι αυτή η ζωή, η νέα ζωή που πήρε με το βάπτισμα, αιώνια! Χωρίς τέλος, χωρίς ημερομηνία λήξεως!
Κι όσο θα μεγαλώνει θα το μάθει ο νονός ή η νονά του, ότι όταν θα λερώσει με τις αμαρτίες, τις κακίες, τις ζήλειες, τα ψέματα, τις κλεψιές, της ψυχής το λευκό φόρεμα, που απέκτησε με τη Βάπτισή του, τότε πάλι θα τρέξει στον ιερέα! Για να του ομολογήσει τα σφάλματά του, με ειλικρίνεια και μετάνοια πραγματική, για ν’απλώσει πάλι κι εκείνος μετά με το χέρι του το πετραχήλι πάνω του, να του διαβάσει τη συγχωρητική ευχή, να τον σκεπάσει ολόκληρο η Χάρη του Θεού!
Όταν έρθει η ευλογημένη ώρα του γάμου, πάλι ο ιερέας θα πιάσει τα χέρια των νέων πια κι ώριμων παιδιών μας, θα τα ευλογήσει εξ ονόματος του ίδιου του Χριστού, Εκείνου που φέρνει τον ένα στον άλλο κοντά και ενώνει τα διαιρεμένα και θα τα ενώσει σφιχτά, τόσο σφιχτά, ώστε κανένας να μην  μπορεί να μπει ανάμεσά τους, κανένας να μην μπορεί να χωρίσει αυτό το αντρόγυνο. Με τα χέρια του πάλι θα στεφανώσει το γαμπρό και τη νύφη, για τον αγώνα που έκαναν να φθάσουν αγνοί μέχρι το γάμο, θα τους δώσει αργότερα να πιουν κρασί από το κοινό ποτήρι, με τα χέρια του  ύστερα θα τους σύρει στο χορό του Ησαΐα, στο χορό της γαμήλιας χαράς! Και λίγο πριν τελειώσει το μυστήριο του γάμου, πάλι με τα χέρια του θ’αναλάβει τα στέφανά τους και θα χωρίσει τα χέρια τους, βάζοντας ανάμεσά τους το Ευαγγέλιο, δείχνοντάς τους ταυτογχρόνως, ότι μόνο αν ο Χριστός παραμένει ανάμεσά τους κι αγωνιστούν για να εφαρμόζουν όλες τις ημέρες της ζωής τους το λόγο Του, θ’ αξιωθούν να πάρουν και τα στεφάνια του Παραδείσου, τη μεγάλη κείνη ημέρα και την επιφανή!
Κι αν το παιδί μας δεν πάρει το δρόμο του γάμου κι αποφασίσει να αφιερωθεί “ψυχή τε και σώματι” στο Θεό, τότε πάλι στα χέρια του Ιερέα θα δώσει τρεις φορές το ψαλίδι για τον κείρει μοναχό! Τα χέρια του ιερέα θα τον ντύσουν τα μοναχικά ενδύματα! Κι αν προχωρήσει και στην ιεροσύνη, τα χέρια του Αρχιερέα τώρα θα του μεταδώσουν τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, που θεραπεύει τα ασθενή και τα ελλείποντα αναπληρώνει! Θα τον ντύσουν τα ιερατικά άμφια, θα του παραδώσουν στα δικά του χέρια την “καλήν παρακαταθήκην”, το Σώμα του Χριστού, που θα του ζητήσει ο ίδιος ο Χριστός την ημέρα της δευτέρας Παρουσίας Του!


Τέλος, όταν θα έρθει η ώρα να κλείσουμε κι εμείς τα μάτια μας εδώ στη γη και να τ’ανοίξουμε στην άλλη ζωή, στην ποθεινή μας πατρίδα, πάλι ο ιερέας θα πάρει με τα χέρια του το χώμα να ραντίσει το άψυχο πια σώμα μας, λέγοντας τα λόγια του ίδιου του Θεού “γη ει και εις γην απελεύση”, χώμα είσαι δηλαδή και πάλι στο χώμα γυρνάς, θα ρίξει πάνω μας το λάδι η το κρασί και θα βάλει στο στόμα μας έναν κέρινο μικρό σταυρό, για να βρεθεί στα χείλη μας η καλή απολογία όταν θα συναντήσουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό…
Πόσο μεγάλη στ’ αλήθεια σημασία δεν έχουν για τη ζωή μας, και την εδώ και την πέρα του τάφου, τα χέρια του Ιερέα! Γι’αυτό να τα φιλούμε ευλαβικά! Να τα ασπαζόμαστε αναλογιζόμενοι κάθε φορά τα πάρα πολλά που χρωστούμε σ’αυτά τα χέρια!
Και να προσευχόμαστε για τους ιερείς μας και για τους αρχιερείς μας αδελφοί! Όπως κι εκείνοι υψώνουν νύχτα και ημέρα τα χέρια τους στις δικές τους προσευχές και μεταφέρουν τις προσευχές μας στο Θεό, τα αιτήματά μας, τα βάσανά μας, τα προβλήματά μας, το καθετί που μας απασχολεί, έτσι κι εμείς να μην ξεχνάμε να ζητάμε γι’αυτούς το φωτισμό, τη δύναμη, τη χάρη, την προστασία του Θεού… Γιατί μεγάλο έργο και βαρύ αναλογεί στον καθένα τους!
Κι ακόμη, να προσευχόμαστε ν’ αναδεικνύει κι άλλους εργάτες στον αμπελώνα Του ο Κύριός μας, γιατί ο θερισμός είναι πολύς και οι εργάτες ολίγοι! Γιατί οι χώρες είναι έτοιμες για θερισμό, γιατί διψάνε οι ψυχές των ανθρώπων για Χριστό, γιατί κι άλλα πρόβατα έχει, που δεν έχουν ακόμη ποιμένα, γιατί είναι έτοιμο το δείπνο Του στη  Βασιλεία των ουρανών και πρέπει να γεμίσουν όλες οι θέσεις!





Σκέψεις για την Υπαπαντή (Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου)


“Ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου”

1. Η εορτή της Υπαπαντής 40 ημέρας μετά τα Χριστούγεννα ολοκληρώνει τον χρόνο των Χριστουγέννων, αφήνοντας ένα αίσθημα βαθιάς και καθαρής χαράς. Η εικόνα του πρεσβύτη Συμεών που συναντά το Χριστό, είναι μία από τις συγκλονιστικότερες εικόνες της Αγίας Γραφής, αλλά και του κόσμου. Από την μία ο Ιησούς- βρέφος, η νέα ζωή, η Ζωή γενικά που φέρνει ο Θεός στον άνθρωπο, και από την άλλη ο πρεσβύτης Συμεών, το λυχνάρι που σβήνει, τα γηρατειά, το τέλος της ζωής. Η αρχή και το τέλος ενώνονται σε μια συνάντηση που προξενεί ανείπωτη χαρά…

2. Η εικόνα του Συμεών είναι πράγματι συγκλονιστική. Είναι αυτός που περιμένει να συναντήσει Εκείνον που αγαπά, αλλά και τον αγαπά. Όλη του η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή τη λαχτάρα της συνάντησης. Η προσευχή του, η σκέψη του, η προσδοκία του είχε κατεύθυνση αυτή τη συνάντηση με τη σωτηρία, τη συνάντηση με την Αγάπη. Και πραγματικά, όταν έρθει αυτή η συνάντηση, τότε δεν υπάρχει άλλος λόγος ζωής, ακριβώς διότι η Ζωή πλέον κατοικεί μέσα στον άνθρωπο αυτό και τίποτε δεν το φοβίζει, ούτε ο θάνατος…
3. Γεννώνται πολλά ερωτήματα από αυτή την εικόνα για μας. Είναι η ζωή μας προσανατολισμένη στη συνάντηση με το Χριστό; Λαχταρούμε την ώρα και τη στιγμή που θα τον κοινωνήσουμε; Υπερβαίνουμε μέσα από την αγάπη Του τον φόβο, ακόμα και του θανάτου; Συναντούμε τον Άλλο και γινόμαστε φίλοι μαζί του, διαλύοντας με τη χάρη του Θεού ό,τι μας χωρίζει από αυτόν (κατάκριση, εγωισμός, κλειστή καρδιά, αμαρτία);
4. Ο κόσμος μας ζει σήμερα την απομάκρυνση. Ελάχιστοι προσμένουν τη συνάντηση, την υπαπαντή, είτε με το Θεό είτε με το συνάνθρωπο. Κυβερνούν οι βόμβες της αποξένωσης. Τα γηρατειά και ο θάνατος αποτελούν εχθρούς του ανθρώπου. Κι εμείς ζούμε στον ατομισμό μας, κλεισμένοι στον κόσμο μας. Έχουμε όμως δυνάμεις. Αρκεί να βάλουμε στη ζωή μας αυτή την προσδοκία της συνάντησης.
5. Αυτή η συνάντηση Συμεών και Ιησού γίνεται στο Ναό. Έτσι και σήμερα. Στην Εκκλησία γίνεται η μεγάλη συνάντηση, της αγάπης, της ενότητας και της κοινωνίας. Στο ποτήρι της ζωής συναντιόμαστε εν αγάπη με τον Κύριό μας, αλλά και ταυτόχρονα βιώνουμε την συνάντηση με τους άλλους. Στον αποξενωμένο κόσμο μας η συνάντηση στην κοινότητα της Εκκλησία αποτελεί την μεγάλη ελπίδα. Όπου κλήρος και λαός, Επίσκοποι, πρεσβύτεροι και άνθρωποι, πλούσιοι και πένητες, άγιοι και αμαρτωλοί συναντούμε το Χριστό και λαμβάνουμε το σωτήριον αλλά και το φως εις αποκάλυψιν εθνών.
6. Ας προσανατολίσουμε λοιπόν έργοις και ου λόγοις την ζωή μας σ’ αυτή τη συνάντηση, κι ας είμαστε σίγουροι ότι η αγάπη του Χριστού θα εμβάλλει έξω το φόβο, κάθε φόβο και κάθε αποξένωση.
Βιβλιογραφία π. Αλεξάνδρου Smeman, Εορτολόγιο




Λόγος Μεγ. Αθανασίου εις την Υπαπαντή του Κυρίου



Με το να είπή δέ ή Παναγία Παρθένος• «Ιδού ή δούλη Κυρίου, ας γίνη εις έμέ όπως είπες», έφανέ-ρωσε τούτο. Είμαι πίναξ, λέγει, επάνω εις τον όποιον γράφεται ό,τι θέλει ό Κύριος του παντός. Άφού δε ό άγγελος ελαβε την διαβεβαίωσιν της πίστεως της Παρθένου άνεχώρησεν άπ' αυτής.

«Δοξάζει ή ψυχή μου τον Κύριον».,.
«Διότι είδε με εύμένειαν την ταπεινην δούλην του.Διότι από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αι γενεαί», 'Αλλά πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι ή παρθενία; Όταν κανείς θέλη να άσκηση τάς αλλάς άρετάς καθοδηγείται από τον νόμον, ή παρθενία όμως, επειδή είναι ανωτέρα του νόμου και έχει ως ύψηλότερον σκοπόν την διαμόρφωσιν της προσωπικής ζωής,είναι άφ' ενός μεν γνώρισμα του μέλλοντος αιώνος, άφ' έτερου δε είκών της καθαρότητας των αγγέλων."Οταν δηλαδή ό Δεσπότης του παντός ό Θεός Λόγος,επειδή ήθελεν ό Πατήρ να άνεγείρη και να ανακαίνιση τα πάντα, επέλεξε, δια να γίνη μήτηρ του σώματος το όποιον έπρόκειται να φορέση, την Παρθένον, ή οποία και έγινε, και με αυτόν τον τρόπον ήλθε μεταξύ μας ως άνθρωπος ό Κύριος,έκαμε την επιλογήν αυτήν,ώστε,όπως τα πάντα έγιναν δι' αΰτού,έτσι και ή παρθενία να προέλθη εξ αύτού,και να δοθή πάλιν δι'αυτού το χάρισμα τούτο εις τους ανθρώπους και να πολλαπλασιάζεται.
Πόσο μεγάλο θα έλεγε κανείς το καύχημα της αγίας Παρθένου και θεοειδούς Μαρίας,επειδή υπήρξε και είναι μήτηρ του Λόγου ως προς την γέννηοιν του Σώματος; Διότι το θείον αυτό γέννημα στρατιά μεν αγγέλων έδοξολόγηοε, κάποια γυναίκα δε ύψωσε την φωνήν και έλεγε: «Μακαριά ή κοιλία που σε έβάστασε και οι μαστοί που έθήλασες».Και ή ιδία ή Μαρία πού έγέννησε τον Κύριον και ή οποία έμεινεν άειπάρθενος, επειδή αντελήφθη αυτό πού συνέβη εις τον εαυτόν της, έλεγεν «Από τώρα θα με μακαρίζουν όλαι αί γε-νειαί». Αυτό πού συνέβη εις την Μαρίαν είναι καύχημα δι' όλας τάς παρθένους. "Ολαι δηλαδή αύται κρέμονται ωσάν παρθενικά παρακλάδια άπ' αυτήν, ή οποία είναι ωσάν ρίζα δι' αυτάς.
«Και όταν συνεπληρώθησαν αί ήμέραι του καθαρισμού, σύμφωνα προς τον Μωσαϊκόν νόμον, έφεραν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να τον παρουσιάσουν εις τον Κύριον, όπως είναι γραμμένον εις τον νόμον του Κυρίου,ότι κάθε άρσενικόν που ανοίγει μήτραν,πρέπει να θεωρηθή ως άφιερωμένον εις τον Κύριον, και δια να προσφέρουν θυσίαν,σύμφωνα με αυτό πού λέγει ό νόμος του Κυρίου εν ζεύγος τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια». Ούτος περιείίλήθη την σάρκα, Οχι δια να ύπάρχη και να ζή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αλλ' έγινεν άνθρωπος δια να άγιάζη την σάρκα. Εάν δε νομίση κανείς ότι ή φράσις «δια να παρουσιάσουν εις τον Κύριον» αναφέρεται εις τον ίδιον τον Κύριον, έχει λάθος εις αυτήν την σκέψιν. Διότι πότε άπεκρύβη ό Κύριος από τα μάτια του Πατρός διά να μη ήμπορή ό Πατήρ να τον βλέπη; "Η ποίος τόπος ευρίσκεται έξω από την έξουσίαν του Κυρίου, ώστε να ευρίσκεται εκεί και να μη ευρίσκεται μαζί με τον Πατέρα, εάν δεν ανήρχετο εις Ιεροσόλυμα και δεν έπαρουσιάζετο εις τον ναόν; Και πώς προσέφερε τάς τυπικάς θυσίας, άφού ό ίδιος είναι ή αλήθεια; Μήπως αυτά δεν εγράφησαν δι' εκείνον, αλλά δι' ημάς; "Οπως δηλαδή, ενώ είναι Θεός,γίνεται κατά φυσικόν τρόπον άνθρωπος χωρίς να ύποστή μεταβολήν,και υφίσταται την περιτομήν και βαπτίζεται και τα άλλα σχετικά, όχι δια τον εαυτόν του,αλλά δι' ημάς,δια να γίνωμεν ημείς δια της χάριτος θεοί, ενώ είμεθα άνθρωποι, και δια να ύποστώμεν πνευματικήν περιτομήν και όχι νομικήν,και δια να καθαρισθώμεν από τον ρύπον της αμαρτίας δια του βαπτίσματος και δια να σταυρωθώμεν δια τον κόσμον και άναστηθώμεν δια τον Θεόν- ή ακακία και ή σωφροσύνη[...]

Μεγάλου Αθανασίου, Ερμηνεία εις το Κατά Λουκάν. "Εργα, 12, σελ. 317-321.

Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη


Γύρω από το πρόσωπο του Χριστού γίνεται η μεγάλη μάχη στην ιστορία. Για το Χριστό γράφτηκαν οι ωραιότεροι ύμνοι για το Χριστό γράφτηκαν και τα ασεβέστερα βιβλίο.
Ενώπιον της μορφής του Χριστού περνούν όλοι οι άνθρωποι, και καλούνται όλοι να πάρουν κάποια θέση. Ή θα τον πιστεύσουν και θα τον λατρεύσουν, ή θα τον αρνηθούν και θα τον πολεμήσουν. Ανάλογα με τη θέση που παίρνει καθένας στο πρόβλημα του Χριστού, είναι και η στάση του μέσα στη ζωή. Θα είναι πτώση ή ανάσταση. «Αυτός θα γίνει η αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί». Όσοι τον αρνούνται είναι σαν να πέφτουν. Τσακισμένες υπάρξεις! Όσοι τον πιστεύουν, αυτοί ανίστανται, σηκώνονται ψηλά, δοξάζονται.
Η πρώτη προφητεία εκπληρώθηκε και συνεχώς εκπληρώνεται. Ο ζωντανός Χριστός προκαλεί και σήμερα αμφιλεγόμενες συζητήσεις. Το πάθος, με το οποίο πολεμούν το Χριστό, αλλά και το πάθος, με το οποίο οι πιστοί τον αγαπούν, φανερώνουν ότι ο Χριστός δεν είναι νεκρός, αλλ' είναι ο ζωντανός Θεός. Ο Χριστός δεν είναι πρόσωπο του παρελθόντος μόνο, αλλά και πρόσωπο του παρόντος.
Την άλλη προφητεία του ο Συμεών απευθύνει στην Παναγία Μητέρα και αφορά μόνο αυτήν: «Χαρά για τον κόσμο το θείο Βρέφος. Αλλά για σένα, Μητέρα, θάρθει στιγμή, που την ψυχή σου την ευαίσθητη θα την ξεσχίσει κοφτερό μαχαίρι, θα είναι η ρομφαία του πόνου».(Λουκ. 2, 35)
Πρόκειται για μία προφητεία, που εκπληρώθηκε όταν η Παναγία αντίκρισε πάνω στο Γολγοθά εσταυρωμένο τον Υιό της.
Η υπόσχεση του Συμεών
Οι δύο προφητείες που είπε ο Συμεών για το Χριστό, εκπληρώθηκαν καταπληκτικά. Αλλά δεν εκπληρώθηκαν μόνο όσα είπε ο Συμεών για το Χριστό. Αλλά και όσα ελέχθησαν πριν στο Συμεών για το Χριστό. Εκπληρώθηκε η υπόσχεση, που έδωσε το Πνεύμα το Άγιο στο Συμεών. Μία υπόσχεση μοναδικής σημασίας.
Άνθρωπος «δίκαιος και ευλαβής» ο Συμεών, ζούσε με τη λαχτάρα του ερχομού του Μεσσία. Ήταν «προσδεχόμενος παράκλησιν τω Ισραήλ». Η ευλάβειά του και ο ζωηρός μεσιακός του πόθος προσείλκυσαν τη χάρι του Θεού. Και το Πνεύμα του Θεού, το Άγιον Πνεύμα, του έδωσε μία συγκινητική και μεγαλειώδη υπόσχεση:
-Συμεών, δεν θα δεις θάνατο, προτού να δεις Εκείνον, που θάρθει και θα είναι ο χριστός Κυρίου, ο «κεχρισμένος» Βασιλιάς του κόσμου. Κυρτωμένη η ράχη του Συμεών από τις δεκαετίες. Εξασθενημένες οι δυνάμεις του. Ο θάνατος σαν φυσικό επακόλουθο αναμένεται. Και όμως, ο Συμεών πιστεύει στην υπόσχεση, που του έχει δώσει ο Θεός. Οι υποσχέσεις των ανθρώπων πολλές φορές αθετούνται οι υποσχέσεις όμως που δίνει ο Θεός εκπληρώνονται πάντοτε. Δεν μπορούν να μην εκπληρωθούν. Και η υπόσχεση, που είχε δώσει στο Συμεών, ήρθε στιγμή που εκπληρώθηκε. Τα γεροντικά μάτια του Συμεών αντίκρισαν το ποθούμενο. Ο Μεσσίας έρχεται στο Ναό «τεσσαρακονθήμερος». Ο Συμεών τον υποδέχεται. Ο παλαιός κόσμος υποδέχεται το νέο κόσμο. Η Παλαιά Διαθήκη υποδέχεται την Καινή Διαθήκη. Τα γεροντικά μάτια του Συμεών συναντώνται με τα αθώα μάτια του θείου Βρέφους.
Η μεγάλη στιγμή της εκπληρώσεως της υποσχέσεως έχει φτάσει. Η μεγάλη χαρά είναι γεγονός. Ο Συμεών απολαμβάνει το θέαμα. Και ευτυχισμένος πλέον μπορεί να φύγει από τον κόσμο αυτό. Ζητάει απόλυση: «Νυν απολύεις τον δουλόν σου, Δέσποτα».
Θα πεθάνουμε, αλλά πώς;
Η υπόσχεση στο Συμεών σαν ευχή ισχύει για κάθε άνθρωπο.«Μη ιδείν θάνατον» αλλά στο «πριν ή ίδη τον χριστόν Κυρίου». Η έμφαση δεν είναι στο «Μη ιδείν θάνατον», άλλα στο «πριν ή ίδη τον χριστόν Κυρίου». Να μη πεθάνει κανείς! Αν σταματήσει στο σημείο αυτό η ευχή, αποτελεί ουτοπία. Όσο κι αν ευχόμαστε «Χρόνια Πολλά», κάποτε τα χρόνια αυτής της ζωής τελειώνουν. Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει. Όποιος μπαίνει σ' ένα σταθμό του τραίνου, θα βγει σε κάποιον άλλον. «Οι άνθρωποι μια φορά πεθαίνουν..» (Έβρ. 9,27).
Το να μην πεθάνουμε λοιπόν είναι αδύνατο. Οπωσδήποτε θα πεθάνουμε. Και αιωνόβιοι να γίνουμε, σαν τον Συμεών, πάλι κάποια μέρα θα συναντήσουμε το θάνατο. Το θέμα είναι, προτού να συναντήσουμε το θάνατο, να συναντήσουμε κάποιον άλλο, που γλυκαίνει το θάνατο και τον κάνει ακίνδυνο και ανίσχυρο. Κι αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός. Να μη δούμε το θάνατο, προτού να γνωρίσουμε το Χριστό.
Πολλοί προ Χριστού επιθύμησαν να δουν το Μεσσία, το Χριστό, αλλά δεν αξιώθηκαν. Πέθαναν χωρίς να δουν την επιθυμία τους να εκπληρώνεται. Διότι ο Χριστός δεν είχε έλθει στη γη. Αλλ' ήδη ο Χριστός ήλθε. Και ήλθε για όλους τους ανθρώπους, για να τον γνωρίσουν και να τον ζήσουν όλοι. Όπως ο ήλιος ανατέλλει για όλους, έτσι για όλους ανέτειλε ο ήλιος Χριστός. Κι όμως πολλοί περνούν τη ζωή αυτή, χωρίς να θελήσουν να δουν το Χριστό, χωρίς να πιστέψουν στο Χριστό, χωρίς να δεχτούν το Χριστό για Σωτήρα τους.
Ζουν χωρίς Χριστό, και πεθαίνουν χωρίς Χριστό. Δυστυχισμένοι άνθρωποι! Ζωή χωρίς Χριστό σημαίνει ζωή χωρίς νόημα, θάνατος χωρίς Χριστό σημαίνει σκοτάδι ατέλειωτο. Ζωή χωρίς Χριστό σημαίνει δυστυχία, θάνατος χωρίς Χριστό σημαίνει αιώνια δυστυχία.
Να έχουμε δει το Χριστό! Ευχή για τη δική μας ζωή και για τη ζωή των συνανθρώπων μας ας είναι το «Το να μη πεθάνουμε προτού να γνωρίσουμε το Χριστό». Αυτό μεταφράζεται ως εξής:
1. Να μην πεθάνουμε σε στιγμή αμφιβολίας και ολιγοπιστίας. Έρχονται στιγμές, και στα πιο φωτεινά μυαλά, και στους πιο μεγάλους αγίους, που αισθάνονται εσωτερικό τράνταγμα. Ζάλη αμφίβολων λογισμών τους ταλαιπωρούν. Λογισμοί απιστίας σαν σφίγγες του Διαβόλου τους ενοχλούν. Είναι σατανικές στιγμές. Αλλοίμονο, αν μας βρει ο θάνατος σε τέτοιες στιγμές! Να μας βρει σε στιγμή, που η ψυχή ολόθερμα πιστεύει, σε στιγμή που η πίστη είναι τόσο πολλή, ώστε με χαρά αντικρίζει το θάνατο, σαν το γεφύρι που θα μας φέρει κοντά στο Θεό.
2. Να μην πεθάνουμε προτού να καθαρισθούμε και να λουσθούμε στο λουτρό της Εξομολογήσεως. Έρχονται στιγμές, που σαν τους χοίρους πέφτουμε στη λάσπη της αμαρτίας και σαν τα σκουλήκια σερνόμαστε σε ακόλαστα πάθη. Αλλοίμονο, αν μας βρει ο θάνατος τη στιγμή της αμαρτίας, πάνω στην παραζάλη του κακού! Τι τρομερό, ανεπανόρθωτο κακό! Όχι! Να μας βρει σε στιγμή μετανοίας και αγώνα! Σκέπτεται την αμαρτία ο πιστός, λογίζεται το αβέβαιο της στιγμής του θανάτου του, και μαζί με τον υμνογράφο παρακαλεί: «Και καθάρισέ με πριν με πάρεις από αυτό τον κόσμο».
3. Να μην πεθάνουμε χωρίς το εφόδιο της αιωνίου ζωής. Να μην πεθάνουμε έξω από την Εκκλησία, χωρίς εκκλησιαστική ζωή. Ο Συμεών συνάντησε το Χριστό μέσα στο Ναό. Μέσα στην Εκκλησία βρίσκεται ο αληθινός Χριστός. Μη ζητάτε το Χριστό έξω απ' την Εκκλησία. Στην Εκκλησία όχι απλώς συναντάς το Χριστό, αλλά τον παίρνεις, ας επιτραπεί να πούμε, στην αγκαλιά σου, όπως τον πήρε στην αγκαλιά του και ο Συμεών. Κι ακόμα περισσότερο, μέσα στην Εκκλησία παίρνεις το Χριστό μέσα σου, γίνεσαι ένα με το Χριστό.
Μικρή και μεγάλη υπαπαντή
Τι όμορφο να έρθει ο θάνατος σε στιγμή πίστεως, σε στιγμή καθαρμού, σε στιγμή θείας Κοινωνίας! Ας γίνει τούτο ευχή όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για τους άλλους, Ένα πλήθος συγγενών μας, γνωστών μας, φίλων μας, ζουν χωρίς Χριστό, μακρυά από το Χριστό. Ολόθερμη ας γίνει η προσευχή μας: «Μη ιδείν θάνατον, πριν ή ίδωσι τον χριστόν Κυρίου», Μην επιτρέψεις, Κύριε, να έρθει ο θάνατος έτσι όπως είναι τώρα οι άνθρωποι μας. Δώσε πρώτα μετάνοια, και ύστερα «εν μετανοία και εξομολογήσει παράλαβε».
Όποιος στη ζωή αυτή έχει συναντήσει το Χριστό, είναι ήρεμος, φεύγει ήρεμος απ' αυτό τον κόσμο. Και σαν έρθει η στιγμή του τέλους, επαναλαμβάνει το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα». Συνάντησες εδώ το Χριστό; Καθαρότερα και τελειότερα θα τον συναντήσεις εκεί. Εδώ Τον συνάντησες με πίστη. Εκεί θα Τον δεις πρόσωπο προς πρόσωπο. Θα Τον δεις με τα μάτια σου. Εδώ πήρες το Χριστό στη θεία Κοινωνία, αλλά καλυπτόμενο από τα στοιχεία του άρτου και του oίvoυ. Εκεί θα απολαύσεις τη θεανδρική μορφή Του. Εδώ συνάντησες Τον σαν σε σκιά. Εκεί θα Τον συνάντησης ολοφώτεινο. Εδώ είναι η μικρή υπαπαντή. Εκεί θα είναι η μ ε γ ά λ η υπαπαντή.
Αλλά από τη μικρή υπαπαντή εξαρτάται η μεγάλη υπαπαντή, η συνάντησή μας στον ουρανό με τον γλυκύτατο Ιησού Χριστό
ΠΗΓΗ : 
http://agiameteora.net

Μ.ΜΑΝΕΤΑ

(marilena.mane@gmail.com)