23 Αυγούστου 2014

Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσας, 23/8

Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσας

Ιερά Μονή Παναγίας ΛεσινιώτισσαςΒρίσκεται στον κάμπο του Λεσινίου εκεί που στην αρχαιότητα ήταν η λίμνη Κυνία. Είναι ρυθμού βασιλικής και διαιρείται σε ιερό, κυρίως ναό και νάρθηκα.
ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΥ

Το νησάκι Λεσίνι, που διάλεξε μόνη για κατοικία Της η Παναγία η «Λεσινιώτισσα», είναι τόσο όμορφο, τόσο επιβλητικό, τόσο μαγευτικό, ώστε, όταν πρωτοπατήσει κανείς εκεί το πόδι του, ιδίως την άνοιξη, που οργιάζει η βλάστηση και πνίγεται κυριολεκτικά μέσα στην πρασινάδα νοιώθει να αιχμαλωτίζεται από μια μυστηριώδη και ανεξήγητη μυστικοπάθεια, αισθάνεται να βυθίζεται μέσα σ' ένα ηδονικό μεθύσι, μέσα σε μια γλυκεία νάρκωση, απ' το άρωμα πουΙερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσαςσκορπίζει άφθονο η ανθισμένη δάφνη κι η αγράμπελη, κι απ' τους ήχους μιας γλυκύτατης μελωδίας, που χιλιάδες αηδόνια και κάθε είδους καλλικέλαδα πουλιά σκορπίζουν με το κελάηδημά τους. Αισθάνεται σαν να ζει σ' ένα όνειρο, σαν να μεταφέρεται σ' έναν άλλο μακρινό, φανταστικό κόσμο, σε σημείο ώστε, περνώντας από την σκιά των πανύψηλων χιλιόχρονων δένδρων του, νοιώθει να διατρέχει μια ανατριχίλα το κορμί του, γιατί στο θρόισμα ενός φύλλου, στο πέταγμα ενός πουλιού ή στο διάβα κάποιου αγριμιού, νομίζει πως ακούει το περπάτημα κάποιου κλέφτη του εικοσιένα και περιμένει ν' αντικρύσει από στιγμή σε στιγμή, ανάμεσα απ' την πυκνή φυλλωσιά των θάμνων, την μπαρουτοκαπνισμένη φουστανέλα κάποιου αρματολού, ή το λερωμένο ράσο κάποιου Μοναχού, από κείνους που έζησαν και έδρασαν στον ιερό και ιστορικό αυτό τόπο.
Ιερά Μονή Παναγίας ΛεσινιώτισσαςΤον απόμερο, μα πεντάμορφο αυτό τόπο, που τότε την ομορφιά του την μεγάλωνε αμέτρητες φορές μια άγρια μεγαλοπρέπεια, γιατί τα νερά του τότε απέραντου βαλτότοπου σήμερα δε πλουτοπαραγωγικού κάμπου, «Λεσίνι» χύνονταν άφθονα γύρω του και τόκαναν δυσκολοπάτητο, διάλεξε εδώ και χρόνια η «Λεσινιώτσσα» για θρόνο και για κατοικία της, για ν' απλώνει από κει την Θεία Της σκέπη και να χαρίζει την μητρική Της προστασία πάνω σ' όλη την περιφέρεια, όχι μόνον από την μανία του Κατακτητή, αλλά κι απ' όλες τις επιδημίες και κάθε είδους κινδύνους μέχρι σήμερα.
Εκείνη την φεγγαρόλουστη βραδιά της 22 προς της 23 Αυγούστου του 1553, είχαν γύρει για να πλαγιάσουν κάτω απ' τους κλώνους μιας πανύψηλης αγριελιάς, που φύτρωνε στο μέρος που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι και νόμιζε κανείς πως η κορυφή της, έφτανε στα σύννεφα, μερικοί κάτοικοι του χωριού μας που κυνηγημένοι απ' τον Τούρκο αξιωματικό Διοικητή της περιφέρειας, που είχε την έδρα του στο γειτονικό μας Χωριό Γουριά, γιατί δεν μπόρεσαν να πληρώσουν το χαράτσι, είχαν στήσει εκεί το λημέρι τους. Δεν είχαν προφθάσει να κλείσουν καλά - καλά τα μάτια τους, όταν ξαφνικά αντίκρισαν μακριά στον ορίζοντα ένα παράξενο φωτεινό σύννεφο, που όλο κοντοζύγωνε προς το νησάκι μεγαλώνοντας. Σαν έφθασε δε πάνω απ' το νησάκι τι να ειδούν !!! Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Στη μέση από το φωτεινό σύννεφο, βλέπουν την οπτασία της Θεομήτορος, που κρατούσε στην αγκαλιά Της το Θείο Βρέφος. Την έκπληξη τους διαδέχτηκε δέος και κατάνυξη, σαν είδαν το σύννεφο μαζί με την οπτασία να φθάνει και να στέκεται πάνω στην ψηλή κορυφή της αγριελιάς τους. Θαμπωμένοι και συνεπαρμένοι απ' το θέαμα, γονάτισαν κι όλη τη νύχτα ξαγρύπνησαν σταυροκοπούμενοι και προσευχόμενοι. Και σαν έφεξε η μέρα, ανέβηκαν στην κορφή της αγριελιάς, όπου σε τούφα από κλώνους και φύλλα βρήκαν την Εικόνα της Παναγίας.Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσας
Ιερά Μονή Παναγίας ΛεσινιώτισσαςΑμέσως ειδοποίησαν τους άλλους χωριανούς, που σύσσωμοι έφτασαν στο νησάκι, πήραν την Εικόνα, την μετέφεραν στο χωριό και την απόθεσαν στην Εκκλησιά «Εσόδια της Θεοτόκου» που τότε ήταν μετόχι του Παναγίου Τάφου και σώζεται μέχρι σήμερα. Μετά δυο-τρεις μέρες όμως, η Εικόνα δεν ήταν στην Εκκλησιά και βρέθηκε πάλι κατά τον ίδιο τρόπο στην αγριελιά Της. Αυτό επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές και τότε κατάλαβαν όλοι ότι η Παναγία είχε διαλέξει το νησάκι για κατοικία Της, κι έχτισαν εκεί στην αρχή ένα λιθόκτιστο εικονοστάσι, όπου τοποθέτησαν την Εικόνα με το ακοίμητο καντήλι Της, ύστερα δε δυο χρόνια, στα 1595 στις 11 Οκτωβρίου, έχτισαν στη θέση της αγριελιάς την πρώτη εκκλησούλα, ο ανατολικός και νότιος τοίχος της σώζεται μέχρι σήμερα, γιατί οι άλλοι ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν αργότερα.
Από τότε αρχίζει την ιστορία του το Μοναστήρι της Παναγιάς της «Λεσινιώτισσας» που γρήγορα εξελίχθηκε δε διατηρούμενη και πλουσιότατη Μονή, με πάνω από πενήντα μοναχούς, με Ηγούμενο και υποτακτικούς και με περιουσία του όλα τα ελαιοστάσια που ήταν πάνω στο νησάκι και στους λόφους «Πλατός» και «Συρνί», με ιδιόκτητο ελαιοτριβείο, που σώζονταν ακόμα τα ερείπια του και μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις απ' τον κάμπο του χωριού μας καθώς και μεγάλα κοπάδια από γελάδια και βουβάλια.Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσας
Αργότερα σαν φούντωσε σ' όλη την Ελλάδα το Κλέφτικο, το νησάκι μετατράπηκε σε φρούριο με το Κάστρο του, πάνω στην ανατολική κορφή του, που σώζονται τα ερείπια του, με τα κανόνια του, ένα απ' τα οποία βρέθηκε εδώ και τριάντα περίπου χρόνια κάτω από τα ερείπια του Κάστρου, μεταφέρθηκε και στήθηκε στην είσοδο του Μοναστηριού και με το Καραούλι του, ένα ψηλό και απόκρημνο βράχο στη Δυτική κορφή του, που δεσπόζει και ελέγχει όλη την γύρω περιοχή. Την οχύρωση του συμπλήρωναν τα άφθονα νερά που πλημμύριζαν όλη την γύρω έκταση του βάλτου, γιατί οι Λεσινιώτες είχαν κλείσει όλα τα προς το Ιόνιο σημεία εκβολής (μπούκες) των πολλών και μεγάλων αυλακιών που διέσχιζαν την έκταση. Χάρις δε στην ανδρεία της Φρουράς του, στην οχύρωση του και στην προστασία της Παναγίας, το νησάκι έγινε απόρθητο και δεν κατόρθωσε να το πατήσει το βρωμερό ποδάρι του Τούρκου κατακτητή.
Κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, καθώς και σ' όλο το διάστημα της Επανάστασης, το νησάκι χρησίμεψε σαν καταφύγιο των κυνηγημένων από τους Τούρκους Ραγιάδων, σαν αναρρωτήριο και Νοσοκομείο, όπου εύρισκαν περίθαλψη και προστασία οι ασθενείς και τραυματίες αγωνιστές, αλλά και σαν ένα είδος Κέντρου εφοδιασμού, όχι μόνο της φρουράς Λεσινίου, αλλά και όλων των σε όλη την περιφέρεια μαχόμενων κατά του κατακτητή κλεφτών, γιατί κάθε είδους τρόφιμα, υγειονομικό υλικό και πολεμοφόδια μεταφέρονταν με πλοιάρια απ' τα Αγγλοκρατούμενα νησιά του Ιονίου, σε μικρή απόσταση απ' το νησάκι κι από κει παραλαμβάνονταν από τους Λεσινιώτες και μεταφέρονταν με το από σαράντα καμήλες καραβάνι του Μοναστηριού, αλλά στο Μοναστήρι και άλλα στα Κλέφτικα τμήματα που δρούσαν στην περιφέρεια, από μονοπάτια (σύρματα) που μόνο οι Λεσινιώτες ήξεραν.
Μόλις άρχισε η επανάσταση του εικοσιένα και οι άγριοι διωγμοί των ραγιάδων, όλοι οι κάτοικοι της περιφερείας μαζί με τις οικογένειες τους, κατέφυγαν στο νησάκι της «Λεσινιώτισσας» όπου και παρέμειναν μέχρι την απελευθέρωση, για να γλυτώσουν από τη βέβαιη εξόντωση. Όπως δε είχαν κατασκηνώσει χωριστά οι κάτοικοι του κάθε Χωριού, οι τοποθεσίες που κατασκήνωσαν, πήραν την τοπωνυμία τους, που ακούεται μέχρι σήμερα, όπως «Λεπενιώτικα, Ζαβιτσιάνικα, Αητινά» κλπ.
Ιερά Μονή Παναγίας ΛεσινιώτισσαςΗ ηρωική Φρουρά του Λεσινιού, με τους Φρουράρχους τον Ιερομόναχο Ιωαννίκιο και Αναγνώστη Καρπούζη, δεν περιορίζονταν μόνον σε άμυνα, όταν πολιορκήθηκε και χτυπήθηκε πολλές φορές απ' τους Τούρκους το νησάκι. Αλλά έβγαινε και στην γύρω περιοχή, έστενε ενέδρες και χτυπούσε αποτελεσματικά τα Τούρκικα τμήματα, που περνούσαν απ' την Ακαρνανία προς το Μεσολόγγι ή αντίθετα. Μια από τις ενέδρες αυτές στήθηκε απ' τους Λεσινιώτες, σε μια τοποθεσία Βορειοδυτικά του σημερινού χωριού Πεντάλοφο και σε απόσταση μιας ώρας περίπου απ' αυτό, απ' όπου περνά ο δρόμος Αστακού, ο οποίος δεσπόζετε από τους γύρω απόκρημνους βράχους. Στους βράχους αυτούς είχαν οχυρωθεί καλά οι Λεσινιώτες, στήνοντας το καρτέρι τους, και περίμεναν τα Τούρκικα ασκέρια που κατέβαιναν για το Μεσολόγγι. Και σαν φάνηκαν να κατηφορίζουν ανύποπτα, τους επιτέθηκαν πρώτα με τα καρυοφύλλια τους και αφού τους έφεραν σύγχυση και πανικό, τους ρίχτηκαν με τα γιαταγάνια τους και τους τσάκισαν, τους αποδεκάτισαν και τους ανάγκασαν να γυρίσουν από κει που έρχονταν, αφήνοντας στον τόπο της μάχης πολλούς νεκρούς, άφθονο πολεμικό υλικό και τρόφιμα, ακόμα και δυο κανόνια, τα οποία οι Λεσινιώτες μετέφεραν στο νησάκι τους. Από τότε η τοποθεσία αυτή πήρε την τοπωνυμία «Καρτέρια» που ακούεται μέχρι σήμερα.
Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσας
Άλλη μια τέτοια ενέδρα στήθηκε από τους Λεσινιώτες στα υψώματα «Ραχούλια» κοντά στο ίδιο χωριό Πεντάλοφο, απέναντι ακριβώς απ' το ύψωμα «Καστέλι» που είναι στην Ανατολική όχθη του Αχελώου, κοντά στο χωριό Γουριά. Από κει έρχονταν ένα τμήμα Τούρκικου στρατού, κυνηγημένο απ' την ηρωική Φρουρά του Μεσολογγίου, κατά την νικηφόρο εξόρμηση της, που σήμανε το τέλος της πρώτης πολιορκίας. Οι Τούρκοι σαν έφτασαν στο «Καστέλι», ρίχτηκαν για να περάσουν τον Αχελώο και να σωθούν. Δεν πρόφτασαν όμως να πατήσουν το πόδι τους στην απέναντι Ακαρνανική όχθη, γιατί οι Λεσινιώτες τους επιτέθηκαν με ορμή, κι έτσι στη μέση από Λεσινιώτες και Μεσολογγίτες, σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν στα νερά του Αχελώου μέχρι τον τελευταίο.
Πολλές φορές οι Τούρκοι βάλθηκαν να πατήσουν το Μοναστήρι της «Λεσινιώτισσας» να διαλύσουν τη Φρουρά του και να ησυχάσουν απ' αυτό, κι όλες αυτές τις φορές το νησάκι πέρασε κρίσιμες στιγμές και κινδύνεψε να πέσει στα χέρια του Κατακτητή, μα στο τέλος γλύτωνε πάντα.
Το 1823 με εντολή του αρχιστράτηγου Καραϊσκάκη τοποθετήθηκε φρούραρχος της Μονής ο επιστήθιος φίλος του και άξιος στρατιωτικός ο Δήμος Τσέλιος (Δημοτσέλιος) ή Γερο-Δήμος (το προγονικό του όνομα ήταν Δήμος Φερεντίνος), ο οποίος είχε διακριθεί στη μάχη στα Πέτα μαζί με τον Μάκρη. Την ίδια χρονιά (1823) κατεβαίνει στην Αιτωλοακαρνανία ο Μουσταής Πασάς της Σκόντρας. Οι Τούρκου την ζώνουν από παντού ο Ομέρ Βρυώνης από το Μακρυνόρος, ο πάσας Γιουσούρ από τον Αμβρακικό και ο ναύαρχος Τοπάλ παραπλέει τις Ακαρνανικές ακτές. Πολλές οικογένειες Ελλήνων βρίσκουν τότε καταφύγιο στη Μονή. Περίπου 900 οικογένειες των γύρω περιοχών βρήκαν άσυλο στο νησάκι που οχύρωσε ο Στρατηγός Δημοτσέλιος.
Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσας
 Η πιο άγρια και σκληρή επίθεση που δέχτηκε, ήταν εκείνη που έγινε ύστερα από την ηρωική έξοδο της Φρουράς του Μεσολογγίου και την κατάληψη της πόλης απ' τους Τούρκους το 1827. Πολλοί απ' τους ελεύθερους πολιορκημένους που γλύτωσαν, έτρεξαν να βρουν άσυλο στο νησάκι της «Λεσινιώτισσας». Μα ένα μεγάλο τμήμα Τούρκων τους ακολούθησε, με τη ρητή εντολή να καταλάβει με κάθε θυσία το νησάκι. Ήρθε λοιπόν και εγκαταστάθηκε στα Ανατολικά του Λεσινιού υψώματα «Πλάτος» και «Συρνί» που χωρίζονται απ' αυτό από μια μεγάλη λουρίδα βάλτου, πλάτους 1.500 περίπου μέτρων. Στη μέση απ' το λόφο «Συρνί» μάλιστα, κάτω από μια μεγάλη ελιά, που βρίσκεται μέχρι σήμερα, με το όνομα «Παλιολιά» έστησε ο Τούρκος Διοικητής την σκηνή του, κι από κει διηύθυνε τις επιχειρήσεις του στρατού του.
Οργάνωσαν καλά οι Τούρκοι τη βάση τους, ετοιμάστηκαν καλά, έφεραν πλοιάρια, για να περάσουν μ' αυτά τον πλημμυρισμένο βαλτότοπο, ακόμα και τμήμα ιππικού έφεραν, νομίζοντας ότι αυτό ευκολότερα θα περνούσε το βάλτο. Και σαν ετοιμάστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν, μια ήσυχη βραδιά που τίποτε δε πρόδινε το μεγάλο κακό που έμελλε να γίνει, έκαμαν την επίθεση τους. Χτύπησαν πρώτα το νησάκι με αμέτρητες κανονιές, κι ύστερα άναψε το λιανοτούφεκο και τα πρώτα τμήματα των Τούρκων, άρχισαν να πέφτουν, στο βάλτο για να περάσουν στο νησάκι. Μα οι Λεσινιώτες δεν είχαν κοιμηθεί, αλλά τους περίμεναν και τα βόλια που ξερνούσαν συνέχεια τα δοξασμένα καριοφύλλια τους θέριζαν τ' αλλεπάλληλα κύματα των Τούρκων που έρχονταν κατά πάνω τους. Όλη τη νύχτα κράτησε η άγρια μάχη, κι όλη τη νύχτα τα παλληκάρια του Λεσινιού δεν το κούνησαν απ' τις θέσεις τους. Οι γυναίκες τους, μ' επικεφαλής τον Ηγούμενο, τους έφεραν βόλια και μπαρούτι, απ' τις αποθήκες του Μοναστηριού, κι αυτοί έριχναν αδιάκοπα και θέριζαν τους άπιστους, που απειλούσαν το νησάκι τους,
Ιερά Μονή Παναγίας ΛεσινιώτισσαςΜα οι Τούρκοι ήταν πολλοί, ήταν αμέτρητοι και δεν σώνονταν, ενώ τα δικά τους βόλια ήταν λίγα, ήταν μετρημένα και σώθηκαν. Ήταν τότε η πιο κρίσιμη στιγμή που πέρασε το νησάκι, κι όλοι κατάλαβαν πως έφτασε το τέλος τους γιατί οι Τούρκοι ανενόχλητοι πια, όλο και πλησίαζαν στο νησάκι. Δεν έμεναν στους Λεσινιώτες παρά μόνον τα καλοακονισμένα γιαταγάνια τους, κι αυτά θα τα χρησιμοποιούσαν, χτυπώντας τους Τούρκους, ώσπου να πέσουν κι αυτοί μέχρι τον τελευταίο, σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Ο Ηγούμενος μάζεψε όλα τα γυναικόπαιδα και τους γέρους στο Μοναστήρι μέσα, όπου θα έκανε την τελευταία λειτουργία του, γιατί είχε πάρει την απόφαση, την ώρα που οι Τούρκοι θα έφταναν έξω από το μοναστήρι του, να μιμηθεί τον Σαμουήλ και τον Καψάλη, τινάζοντας το στον αέρα σαν άλλο Κιούγκι, μαζί με τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να μη πέσουν στα χέρια των απίστων, με μια κουμπουριά που θά'ριχνε στα βαρέλια με το μπαρούτι, που είχε τοποθετήσει κάτω απ' την Αγία Τράπεζα. Και σαν άρχισε η λειτουργία όλοι μαζί γονάτισαν κι ενώ τα δάκρυα τους έβρεχαν τις πλάκες τ' αγαπημένου τους Μοναστηριού, που θα χωρίζονταν για πάντα, οι ψυχές τους παρακαλούσαν με πίστη την Παναγία, να κάμει γι' άλλη μια φορά το θαύμα Της. Κι αλήθεια, η «Λεσινιώτισσα» τους άκουσε κι έκαμε το μεγαλύτερο θαύμα Της. Είχε πια αρχίσει να γλυκοχαράζει, κι ενώ ο ουρανός ήταν καταξάστερος, ξαφνικά σκεπάστηκε από κατάμαυρα και σκοτεινά σύννεφα. Αστροπελέκια άρχισαν να σχίζουν τον ορίζοντα κι οι συνεχείς βροντές συγκλόνιζαν συθέμελα το νησάκι. Κι ύστερα ξέσπασε μια άγρια και πρωτοφανής καταιγίδα. Νόμιζε κανείς πως έφτασε το τέλος του Κόσμου, νόμιζε πως βρισκόταν στην Κόλαση. Και ξάφνου φάνηκε πάλι το φωτεινό σύννεφο, με την οπτασία της Παναγίας, που κρατούσε αυτή τη φορά στα χέρια της ένα τεράστιο καλάμι και σαν έφτασε πάνω απ' τον τόπο της συμπλοκής, άρχισε να χτυπάει με το καλάμι της τους άπιστους που είχαν πια φθάσει στα πρόθυρα απ' το νησάκι Της. Το χτύπημα αυτό κράτησε μέχρι την ώρα που έφεξε καλά η μέρα, οπότε σταμάτησε και η καταιγίδα και χάθηκαν τα σύννεφα. Και σαν έπεσαν οι πρώτες του ήλιου αχτίδες οι Λεσινιώτες αντίκρισαν κατάπληκτοι αμέτρητα κουφάρια Τούρκικα, ανακατεμένα με τα κουφάρια των αλόγων του ιππικού τους, που είχαν σκεπάσει το μεταξύ του νησιού τους και του λόφου «Πλατός» βαλτότοπο, ενώ όσοι απ' αυτούς γλύτωσαν, έφευγαν πανικόβλητοι. Κατάλαβαν τότε ότι η «Λεσινιώτισσα» είχε κάμει το πιο μεγάλο θάμμα Της, κι έτρεξαν στο Μοναστήρι με χαρά, πήραν την εικόνα της Παναγίας, με επικεφαλής τον Ηγούμενο Ιωαννίκιο, την έφεραν στην αυλή του Μοναστηριού, γιατί η Εκκλησούλα ήταν μικρή και δεν τους χωρούσε όλους, κι εκεί κάτω απ' τους κλώνους μιας λεμονιάς, γονάτισαν και παρακολούθησαν με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης την ακολουθία του ακάθιστου ύμνου, που έψαλε ο Ηγούμενος και στο τέλος αφού ψάλθηκε ο Μικρός παρακλητικός Κανών της Θεοτόκου, όλοι ασπάστηκαν με ευλάβεια την Εικόνα Της ευχαριστώντας Την για το Γλυτωμό τους.
Ιερά Μονή Παναγίας ΛεσινιώτισσαςΑπό κει έμεινε μέχρι σήμερα το έθιμο, στις 23 Αυγούστου που πανηγυρίζει το Μοναστήρι και προσέρχονται πάρα πολλοί πιστοί απ' όλα τα γύρω χωριά για να προσκυνήσουν την «Λεσινιώτισσα» και ν' αποτίσουν φόρο ευγνωμοσύνης προς την μνήμη των ηρώων του, σαν τελειώσει η θεία λειτουργία μεταφέρεται, όπως και τότε, η Εικόνα της Παναγίας στην αυλή, όπου κάτω απ' τον ίσκιο της αιωνόβιας λεμονιάς, ψάλλεται ο μικρός παρακλητικός Κανών της Θεοτόκου, τον οποίον όλοι παρακολουθούν με κατάνυξη. Λένε ότι εκείνο που δεν πέτυχαν οι Τούρκοι με τη δύναμη τους προσπάθησαν κάποτε να το πετύχουν με δόλο και με προδοσία. Έτσι έστειλαν μια μέρα έναν νεαρό Τούρκο, Ελληνομαθέστατο, που παρουσιάστηκε εκεί σαν Έλληνας, από μακρινό μέρος και ζήτησε άσυλο και προστασία την οποία και βρήκε αμέριστη.
Ο Τούρκος έμεινε πολλές μέρες στο νησάκι κι έμαθε όλα τα μυστικά της Φρουράς του, γιατί οι Λεσινιώτες νομίζοντας τον για Έλληνα, δεν του έκρυψαν τίποτα. Μα μια ανεξήγητη δύναμη δεν τον άφηνε να φύγει και μια φωνή του έλεγε μέσα του, ότι αυτό που ήρθε να κάμει δεν ήταν σωστό. Ήταν η δύναμη της Παναγίας, που τον είχε σκλαβώσει και τον έκαμε να σκέφτεται στα σοβαρά ν' αλλαξοπιστήσει και να μείνει για πάντα στο νησάκι Της. Μια μέρα οι Λεσινιώτες έπαιζαν το «κλωτσοσκούφι», παιχνίδι στο οποίο ο Τούρκος πάντοτε αρνιόταν να συμμετάσχει, καίτοι σ' όλα τ' άλλα παιχνίδια ήταν πάντοτε πρώτος. Και τότε ένας Λεσινιώτης, του αρπάζει ξαφνικά την σκούφια και την πετά στον αέρα, για να τον αναγκάσει να μπει στο παιχνίδι. Κι αμέσως απ' τη σκούφια του ξεχύθηκαν στον αέρα φλουριά ολόχρυσα κι άλλα χρυσά Τούρκικα νομίσματα. Τότε κατάλαβαν όλοι, όχι μόνον το λόγο που δεν ήθελε να παίξει το «κλωτσοσκούφι» αλλά και ότι ήταν ύποπτος, τον έπιασαν και τον οδήγησαν μπροστά στον Φρούραρχο, στον οποίο φανέρωσε ότι ήταν Τούρκος κατάσκοπος. Φανέρωσε ακόμα το σκοπό της αποστολής του και ότι τα χρυσά νομίσματα που είχε κρυμμένα μέσα στην σκούφια του, του τα είχαν δώσει για να πληρώσει κανένα Έλληνα προδότη να τον βοηθήσει στον σκοπό του. Εδήλωσε όμως, ότι είναι μετανοημένος κι είχε πάρει την απόφαση να γίνει Χριστιανός και να μη ξαναγυρίσει στους Τούρκους, αλλά να μείνει για πάντα μαζί τους, όπως και έγινε.
Ο Τούρκος αυτός που έμεινε από τότε με το παρατσούκλι «Αράπης» γιατί ήταν μελαμψός και γεροδεμένος, έγινε, ο καλύτερος πολεμιστής του Λεσινίου. Τότε οι Λεσινιώτες έκαναν προσπάθεια να διανοίξουν ένα αυλάκι μήκους 500 περίπου μέτρων. Βορειοανατολικά της Μονής «Φανερωμένης» και του υψώματος «Καλιχίτσα» για να οδηγήσουν τα νερά που λίμναζαν στο βόρειο τμήμα του Βάλτου, κατά την λίμνη «Μαρκούτσα», προς το νησάκι τους για μεγαλύτερη ασφάλεια του. Την επίβλεψη της εργασίας αυτής ανάθεσαν στον «Αράπη» και αυτός που ήταν πολύ γερός και δουλευτής έπαιρνε κάθε πρωί 40 Λεσινιώτες άνδρες και γυναίκες, κι άρχιζε την εργασία, η οποία κάποτε τελείωσε και τότε το αυλάκι που ανοίχτηκε πήρε το όνομα «Αράπης» που το διατηρεί μέχρι σήμερα, από το παρατσούκλι του «Αράπη».
Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσαςσ' όλο το διάστημα μέχρι την απελευθέρωση, το νησάκι διοικούνταν από Δημογεροντία με τον τίτλο «Δημογεροντία - Ξηρομέρου» πράγμα που μαρτυρείται και από ιδιωτικό πληρεξούσιο που βρίσκεται στα Γραφείο της Κοινότητος μας, με ημερομηνία 21-10-1828, το γνήσιο των υπογραφών του οποίου, επικυρώνεται από τη Δημογεροντία, με υπογραφές τριών Δημογερόντων και του Γραμματέως των, και με σφραγίδα ωοειδή, που έχει στη μέση αετό με ανοιγμένες τις φτερούγες, που πετά απ' το ράμφος του φλόγα, με σταυρό πάνω απ' το κεφάλι του, και γύρω τις λέξεις «Δημογεροντία - Ξηρομέρου». Στο Γραφείο επίσης της Κοινότητος μας υπάρχουν πολλά έγγραφα, που αφορούν ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές, εκείνων που έζησαν στο Λεσίνι, όπως προικοσύμφωνα, αγοραπωλητήρια, πληρεξούσια, επιλύσεις διαφορών κλπ. πολλά απ' τα οποία προσυπογράφονται κι απ' τον Ιερομόναχο Δανιήλ (1820) ή από τον μετέπειτα Ιερομόναχο Ιωαννίκιο (1822). Στο διάστημα της ιστορίας του το Μοναστήρι πλουτίστηκε με σπάνιες Βυζαντινής τέχνης εικόνες, πολλές που σώζονται μέχρι σήμερα, απ' τις οποίες οι πιο πολυτιμότερες είναι τα «Δωδεκάορτα», μικρές εικόνες στην κορυφή του τέμπλου, με χρυσά και αργυρά κονδύλια και με λείψανα Αγίων, τοποθετημένα μέσα σε ολάργυρες θήκες.
Η Μονή Λεσινίου, διατηρήθηκε σε ακμή μέχρι την απελευθέρωση, μα ύστερα ο ισχυρός τότε Γρίβας, απ' το Μοναστηράκι Ξηρομέρου, διέταξε την διάλυση της, εχαρακτήρισε αυτήν ως Μονήδριο της Μονής Ρόμβης της ιδαίτερης Πατρίδας του, όπου μεταφέρθηκαν τα αρχαία του και πολλά από τα κειμήλια του και Εθνικοποίησε την περιουσία του.
Πήραν τότε ακόμα και τα Άγια λείψανα του Μοναστηριού και τέσσερα αργυρά κανδήλια. Στο Αρχείο της Κοινότητος μας υπάρχει η παρακάτω σχετική απόδειξη παραλαβής (Πιστή αντιγραφή). «Παραδώθησαν εις την Διοίκησιν Αιτωλίας παρά του Δημητρίου Μοσχοβίτη, δύο κιβώτια με άγια λείψανα Αργυρομένα, ως και 4 τέσσαρα κονδύλια αργυρά, ζυγίσαντα τα τελευταία ταύτα, Δράμια τριακόσια ογδόντα αριθ.380 ανήκοντα όλα ομού εις την διαλελυμένην Μονήν Λεσίνη της Επαρχίας Ακαρνανίας.
Εν Μεσολογγίω τη 2 Ιουλίου 1838 εν ελλείψει Διοικητού
Ο Γραμματεύς
Ν. Κούστης
Ο παραδώσας τα ανωτέρω είδη
Δημήτριος Μοσκοβίτης
Αντίγραφον απαράλλακτον το πρωτοτυπώ σταλθέντι εις την Β' Διοίκησιν Ακαρνανίας. Εν Κατοχή τη 10 Ιουλίου 1838 Ο Δήμαρχος Οινιάδος (Τ.Σ.) Φώτης Καπώνης».
Λένε ότι τότε πήραν ακόμα και τα κανόνια του και μάλιστα ότι ενώ προσπαθούσαν να φορτώσουν το πιο μεγάλο κανόνι σ' ένα πλοιάριο για να το μεταφέρουν, το πλοιάριο από το βάρος ανατράπηκε και το κανόνι βυθίστηκε μέσα στο βαθύ αυλάκι. Από τότε το Μοναστήρι της «Λεσινιώτισσας» έφθασε σε παρακμή. Το ελαιοτριβείο του και όλα σχεδόν τα κελλιά του γκρεμίστηκαν σε ερείπια και δεν έμειναν παρά μόνον η Εκκλησούλα και ένα μικρό κελλί η «Κούλια».Ιερά Μονή Παναγίας Λεσινιώτισσας
Κατά το 1924-25, ο αοίδημος Μητροπολίτης Αιτωλ/νίας Κωνσταντίνος, κατόπιν εισηγήσεως του Ιεροκήρυκος κ. Σοφρωνίου, ο οποίος επεσκέφθηκε πολλές φορές το Μοναστήρι, διόρισε τριμελή Επιτροπή από δραστήρια πρόσωπα από το χωριό μας, με την ρητή εντολή, να ανοικοδομήσουν με κάθε τρόπο το Μοναστήρι. Κι αυτοί φάνηκαν αντάξιοι της αποστολής των. Και με εράνους στους οποίους προσέφεραν με προθυμία, όχι μόνον οι κάτοικοι της Παλιοκατούνας, αλλά και των άλλων γειτονικών χωριών, ιδίως της Κατοχής και Πενταλόφου, άρχισαν με γοργό ρυθμό το έργο της ανοικοδόμησης. Ο πρώτος έρανος εγκαινιάστηκε με εισφορά του αοιδήμου Μητροπολίτου Κωνσταντίνου και του Ιεροκήρυκος κ. Σοφρωνίου, οι οποίοι εισέφεραν πρώτοι από ένα δεκαπενθήμερον του μισθού των.
Η σημερινή επιτροπεία του Μοναστηριού που διορίστηκε το 1946, με την συνεχή ενίσχυση όλων των χωριών, επιτελεί εκεί, με αξιοθαύμαστο ζήλο και αφοσίωση, ένα δημιουργικό και άξιο κάθε επαίνου έργο. Κι έτσι στη θέση των χθεσινών ερειπίων ανοικοδομήθηκαν ωραιότατα και καλοπεριποιημένα κελιά, στα οποία ο προσκυνητής μπορεί να μείνει άνετα κάθε εποχή, όλες τις ημέρες του προσκυνήματος του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Μοναστήρι της «Λεσινιώτισσας» περιβάλλεται από αμέτρητη αγάπη και λατρεία των κατοίκων όλης της περιφέρειας, γιατί σε όλες τις δύσκολες στιγμές τους, βρίσκουν εκεί προστασία και παρηγοριά. Όσες δε φορές η περιφέρεια κινδύνεψε από αρρώστιες, επιδημίες, ανομβρίες και κάθε είδους κινδύνους, όλων η σκέψη στρέφεται με πίστη στη «Λεσινιώτισσα», στο ερημητήρι της οποίας συναθροίζονται και την παρακαλούν να δώσει να σταματήσει το κακό. Κι αλήθεια πάντα ακούει τις παρακλήσεις μας.

ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Της Παναγίας της “Λεσινιώτισσας” το ερημητήρι, σε απλό ρυθμό ταπεινής βασιλικής, βρίσκεται μέσα στο Λεσίνι, τη Μελίτη των αρχαίων, στα νοτιοδυτικά ριζώματα καστροπύργωτου και δασωμένου μικρού λόφου, περιφέρειας ενός μιλίου. Είναι αρκετά παλαιό και του χρόνου το πέρασμα έχει αποτυπώσει πάνω του αρκετές μετατροπές και διαρρυθμίσεις, ευκολοδιάκριτες και σήμερα στο αρχικό αρχιτεκτονικό του σώμα και μαρτυρούμενες από τα σωζόμενα επιγραφικά του τεκμήρια. Έτσι κεφαλαιογράμματη επιγραφή στο δυτικό τοίχο, χαραγμένη με σμίλη σε πέτρα, έλεγε: “Η Εκκλησία έγινε 1595, Οκτωβρίου 11”, ενώ μια δεύτερη στον ανατολικό τοίχο μαρτυράει νεώτερη ανακαίνησή της: “1781 έγινε η Εκκλησία δια συνδρομή του πανοσιωτάτου Κωνσταντίνου Ιερομονάχου και Ηγουμένου”. Ο νότιος τοίχος και ένα μέρος του ανατολικού, που φαίνεται να είναι από τους αρχικούς του Μοναστηριού, διέσωσαν τετράφυλλες κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις. Το δάπεδό του ήταν στρωμένο με μεγάλες τετραγωνικές πλήθες και στο κέντρο του παράσταση γλυμμένη σε πέτρινη πλάκα εικόνιζε δικέφαλο αητό. Των κελιών το συγκρότημα ανανεώθηκε, σύμφωνα με διατηρούμενη στο εξωτερικό ασβέστωμά τους επιγραφή, στα “ΑΨΞΙ = 1761 Φλεβαρίου 8”.
Από τα κειμήλια του μοναστηριού σώζονται σήμερα η μεγάλη φορητή εικόνα της Παναγίας, με την επιγραφή μαρτυρία: “Νικηφόρος Ιερομόναχος έγραψεν, εκ Θεσσαλονίκης, 1709”. Σε δεύτερη, μέσα στο Ναό, εικόνα διαβάζομε: “Η Κοίμησις της Θεοτόκου 1800 χειρ Διονυσίου Ιερομονάχου”. Στο εικονοστάσιο άλλη εικόνα της Παναγίας με το Χριστό βρέφος στην αγκαλιά Της, που στο δεξιό Του χέρι κρατάει σφαίρα με μπηγμένο σ’ αυτή σταυρό, φέρνει την επιγραφή: “ Η Κυρία Λεσινιώτισσα. Δέησις του δούλου του Θεού Δανιήλ Ιερομονάχου. Χειρ Σωτηρίου από Ανατολικόν, 1811”.
Παλαιότερα στο μοναστήρι σώζονταν και λίγα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία. Σεβάσμιος τώρα γέροντας, ο πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Σωφρόνιος Παπακυριακού, που πολλά του οφείλουν τα χριστιανικά μνημεία του τόπου μας από τους χρόνους της μακράς θητείας του ως ιεροκύρηκος της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλοακαρνανίας, είχε παρατηρήσει εκεί δυο βιβλία: ένα πεντηκοστάριο σπάνιας έκδοσις του 1665 “Ενετίησι παρά Ορσένω Αλβρίτζη, επιμελεία Εεωρχίου Ιερομονάχου του Κρητός”, και μια παρακλητική, έκδοσις του 1719 “Ενετίησι παρά Νικολάω Σάρω”. Από το εξώφυλλό της αντέγραψε και την εξής ενθύμηση: “Εις τους 1740 έγινε η μεγάλη ακρίβεια, όπου επίγαι το λουτζίκι το σιτάρι, α” (=άσπρα) 380 και το καλαμπόκι α” 280 και εις την Αρβανιτιάν επίγαι τα έξη λουτζίκια, α” χιλιάδες πέντε: 5000 και το κρασί το φόρτωμα, α” 520 και το άχυρο α” 12 και το αμάξι ο βάλτος το χορτάρι γρόσια 15 και το αυτό χρόνο εις τους 1740 εσκότωσε και το Καπετάν Τζουμάνη ο Μαλάμος”.
Σε χέρια εξ άλλου ιδιωτών διασώθηκαν από το αρχείο του Μοναστηριού ένας ΝΟΜΟΚΑΝΩΝ, κώδικας πολυσέλιδος και σε καλή κατάσταση, πιθανώς του 17ου αιώνα, και ένα δεκαενιασέλιδο τετράδιο όπου αναγράφεται: “Ευχή θρηνοεξομολογητική του αθλίου Εφραίμ”, στιχουργημένη σε εικοσιεννιά αριθμημένες και ακατέργαστες δεκαπεντασύλλαβες δίστιχες στροφές, που τελειώνει με την εξής μαρτυρία στην τελευταία της σελίδα: “Τέλος και τω Θεώ Δόξα. Μονή Ζ(ωδόχου): Π(ηγής): Λογκοβάρδας εν τη Νήσω Πάρω. Ιανουάριου 5 1890. Ποίημα του εντός αμαρτωλού Εφραίμ Μοναχού εξ Ακαρνανίας”.
Σήμερα η φήμη της Παναγίας της “Λεσινιώτισσας” είναι πλατύτερα διαδομένη. Και τούτο όχι μονάχα από λόγους θρησκευτικούς, ή εθνικούς ή καλλιτεχνικούς. Είναι και λόγοι μιας στοιχειώδους ευγνωμοσύνης, προς ένα από τους πολλούς τόπους, που συνετέλεσαν στην διάσωση του Ελληνισμού, λόγοι λοιπόν ιστορικοί, γιατί του Μοναστηριού η ζωή είναι σφιχτά ζυμωμένη με του Μεγάλου Αγώνα του ‘21 τοπικά περιστατικά.
Ο άλλοτε απέραντος βαλτότοπος του Λεσινίου στάθηκε για χρόνια ασφαλισμένο καταφύγιο των κατατρεγμένων γύρω ραγιάδων. Κατά το 1821 και πριν από αυτό, η μετάβαση στο Μοναστήρι εξασφαλιζόταν με προιάρι, που έπλεε σε τεχνητό αυλάκι, ανοιγμένο από κάποιο ορισμένο σημείο του κάμπου της Παλαιοκατούνας, στην οποία ανέκαθεν υπάγεται το Μοναστήρι. Με άλλο τεχνητό αυλάκι συγκοινωνούσε και με τη θάλασσα. Χωρίς τα συγκοινωνιακά αυτά μέσα η σ’ αυτό μετάβαση ήταν αδύνατη. Έτσι μια κοινωνικότερη και οργανωμένη ζωή δεν έλλειψε ποτέ, από το σίγουρα αυτό μέρος, από τα προεπαναστατικά ακόμα χρόνια.
Όμως πολλοί πρόσφυγες, γυναικόπαιδα κυρίως, κατέφυγαν στο τότε νησάκι του Μοναστηριού κατά την Επανάσταση και πιο πολύ μετά το 1822, όταν οι κάτοικοι του Κάρλελι -καθώς είχαν ονομάσει οι Τούρκοι κατά την συνήθειά τους όλη τη νότια Αιτωλοακαρνανία από τις 24 Μαρτίου 1499, που την είχαν πάρει από τον Βενετό Κάρολο Τόκκο- αδύναμοι μπροστά στον κατερχόμενο χείμαρρο του Ομέρ Βρυώνη, εφάρμοσαν μέτρο σκληρό, που πλατύτερα είχε αποφασιστεί και είχε προκριθεί γενικότερα από όλους.
“Σοί γράφω και ιδιαιτέρως τη γνώμη μου, ήτις είναι να ερημώση τόσον το Κάρλελι, όσον και αι χώραι, αν (ό μη γένοιτο) δεν ημπορέσητε να σπρώξετε και να αποδιώξετε τον εχθρόν με φανερόν δύναμιν. Καλύτερα σκορποχώρι, παρά Τουρκοχώρι” - έγραφε στις 3 Οκτωβρίου 1822 ο Μητροπολίτης της Άρτας Ιγνάτιος στον Αρχηγό των Μεσολογγιτών Δημήτρη Μακρή. Παράτησαν λοιπόν τα χωριά τους και οι κάτοικοί τους έφυγαν αλλού, έτσι που ο εχθρός να μην τους βρίσκει, αλλά και αυτός να μην μπορεί να σταθεί σε ρημαγμένο και ακατοίκητο τόπο. Πολλοί Δυτικοελλαδίτες έτρεξαν έντρομοι να κλειστούν στο Μεσολόγγι, ενώ της γύρω περιοχής ο λίγος τότε πληθυσμός στην από φυσικό της απόρθητη και απροσπέλαστη τοποθεσία του Λεσινίου κατέφυγε. Πολλοί πρόγονοι των σημερινών κατοίκων του Κάρλελι εκεί γεννήθηκαν, εκεί σύναψαν τις σχέσεις τους τις κοινωνικές και από εκεί, όσοι επέζησαν, γύρισαν με την εθνική αποκατάσταση στα ρημαγμένα γειτονικά χωριά τους.
Στα 1825, όταν οι Τούρκοι ξεχύθηκαν από την Ήπειρο σαν αφρισμένος χείμαρρος να πνίξουν την επανάσταση της Δυτικής Ελλάδας και έντρομοι οι Έλληνες απέφυγαν την ορμή του πολυάριθμου εχθρού, που τίποτα δεν μπορούσε να αντισταθεί στο φοβερό διάβα του, οι καπεταναίοι του Κάρλελι εγκατέληψαν τους φημισμένους προμαχώνες της Ακαρνανίας, που σκοπό είχαν να ελέγχουν τους δρόμους προς το Βραχώρι και συμπτύχθηκαν νοτιότερα, στα ανατολικά του Αχελώου χωριό Γουριά. Γιατί όπως ανέκαθεν, η συγκοινωνία του μεγαλύτερου μέρους της Ακαρνανίας με την Αιτωλία, γίνονταν από το σημείο αυτό και για τούτο ακριβώς η θέση της Γουριάς βρέθηκε πάνω στο στρατιωτικό δρόμο όλων των κατά καιρούς πολεμικών συναγερμών για ανόδους προς την Ακαρνανία και την Ήπειρο ή καθόδους προς τα νότια Αιτωλικά παράλια, έτσι και κατά την Εθνεγερσία του Εικοσιένα όλες οι εχθρικές επιδρομές προς το “κλειδί της Ρούμελης και του Μωριά κορώνα”, Μεσολόγγι γίνονταν, καθώς αφηγούνται οι χρονικογράφοι, από το σημείο της Γουριάς.
Δύο όμως από τους Έλληνες στρατηγούς, ο Γεώργιος Τσόγκας και ο Δημητράκης Μακρής “συνελθόντες” -καθώς αφηγείται ο Σπυρομίλιος- και εσθανόμενοι το οποίον λάθος έκαμαν, αποφάσισαν να πηγαίνουν να προκαταλάβουν το μοναστήρι Λιγοβίτζι. Πλην μόλις πέρασαν εις τ’ αντίπερα μέρος του ποταμού, εις την Μπουντουλοβίτζα, εμφανήσθει η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων, με την οποίαν έπεσον εις συμπλοκήν πολεμώντας αποσύρθηκαν εις Λεσίνι (νησίδιον εις την επαρχίαν Ξηρομέρου) αβλαβείς. Και ούτως κατά τας 8 Απριλίου (1826) ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς με τας τρεις μοίρας, αίτινες ανέβαινον εις τον αριθμόν τριανταέξ χιλιάδων και επέκεινα, εσκηνώθη εις το πέραν μέρος του Αχελώου από την Μπουντουλοβίτζα έως την Παλαιοκατούνα”. Ύστερα δηλαδή από το τόλμημά τους να ριχθούν πέρα από τον Αχελώο δεν πρόφτασαν να ξαναπεράσουν εδώθε το ποτάμι, γιατί “απαντηθέντες με την εμπροσθοφυλακήν, πολεμώντας μόλις ηδυνήθησαν να σωθούν εις το Νησί Λεσίνι, όπου οι Τούρκοι τους ακολούθησαν και εδοκίμασαν να έμβουν εκεί πλην απότυχαν”, γράφει ο Κασομούλης. Το ίδιο επεισόδιο λεπτομερέστερα περιγράφεται και στα “Ελληνικά Χρονικά” φύλλο 29 της 11 Απριλίου 1825: “Εις το παρατελευταίον φύλλον της εφημερίδος μας αναγγείλαμεν ότι οι εις Γουριάν εσχάτως συνταχθέντες ημέτεροι οπλαρχηγοί, είχαν στείλει μίαν εμπροσθοφυλακήν διωρισμένην να παρατηρήση, εάν η οχυρά θέσις του Λιγοβιτζίου ήτον εισέτι ακυρήευτος από τους εχθρούς, δια να πιασθή από τους ημετέρους, Κατόπιν ταύτης της εμπροσθοφυλακής ξεκινήσαντες οι στρατηγοί Γ. Τζόγκας και Δ. Μακρής με εν μέρος των σωμάτων των μετέβησαν πέραν του Αχελώου. Αλλ’ επειδή οι εχθροί προχωρήσαντες είχαν προκαταλάβει ήδη τας διόδους τας φερούοας εις Λιγοβίτζι, οι ειρημένοι δύο στρατηγοί, καθώς και οι της εμπροσθοφυλακής, μη δυνάμενοι να προοδεύσωσι εισήλθον εις Λεσίνι, αφού πρότερον συνεκρότησαν και πόλεμον τινα με τους εχθρούς αλλ’ οι εχθροί εξομαλή έφθασαν τελοσπάντων μέχρι των οχθών του ποταμού, όπου κατασκηνώσαντες εξαπλώθηααν από Ποδολοβίτζας μέχρι Παλαιοκατούνας". Αφού παρέμειναν κάμποσες μέρες στο Λεσίνι ο Τσόγκας και ο Μακρής με τα τμήματά τους, συμποσούμενα σε εφτακόσους άνδρες, μονάχα δια θαλάσσης, μπόρεσαν να διαπεραιωθούν στο Μεσολόγγι.
Το Λεσίνι είχε χρησιμεύσει ως τόπος καταφυγής και πολλών αγωνιστών της φρουράς του Μεσολογγίου μετά το χαλασμό του (1826). Και τότε, ενώ ο Καραϊσκάκης προχωρούσε ξεσηκώνοντας την Ανατολική Ελλάδα, ο Δήμο-Τσέλιος "ο ένδοξος, ο φρόνιμος, ο πατριώτης στρατιωτικός, αφ’ ου έπεσε το Μεσολόγγι και απελπίσθη η ρούμελη, έστησε την Ελληνικήν σημαίαν εις το Λεσίνι και ούτε γράμματα προσκυνημένων, τα οποία εδιάβασα, ούτε φόβος και δώρα του εχθρού τον έπεισαν να προδώση την σημαίαν, την οποίαν μάλιστα εζώσθη ως σινδόνι θανάτου" - έγραφε κάπου ο απαράμιλλος εκείνος απομνημονευματογράφος τόσων αγωνιστών Γεώργιος Τερτσέτης. Αλλά ο ρόλος αυτός του Λεσινιού, δεν ήταν άγνωστος και στον ιστορικό της Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδωνα Τρικούπη, που γράφει σχετικά:
" Η Δυτική Ελλάς επροσκύνησεν όλη μετά την κυρίευσην του Μεσολογγίου. Από κρυφόντι και άβατον μέρος αυτής, το νησίδιον του Λεσινίου, διετηρείτο εισέτι ελεύθερον, υπό πρόσχημα υποταγής, ως σπινθηροβόλος αστήρ εν μέσω πυκνής νεφέλης. Το νησίδιον τούτο ενός μιλίου περιφερείας κείται εντός μακράς και δυσδιεξιτήτου λίμνης μίαν ώραν μακράν της Παλαιοκατούνας. Οσάκις εισέβαλλεν ο εχθρός εις την Δυτ. Ελλάδα, το νησίδιον τούτο, εν ώ σώζεται μοναστήριον, εχρησίμευεν ως τόπος καταφυγής πολλών οικογενειών, ποτέ δεν το επάτησεν ο εχθρός και απάτητον το διεφύλαξεν ο καλός ηγούμενός του και επί της γενικής καταπατήσεως της Δυτ. Ελλάδος υποκριθείς τον πιστόν ραγιάν. Αρχομένου δε του 1827, καθ’ ον χρόνον ο Καραϊσκάκης περιήρχετο αναγείρων την πεσούσαν Ανατολ. Ελλάδα, ο Δήμο-Τσέλιος κατέλαβε το νηοίδιον τούτο κατά διαταγήν αυτού κατέλαβον μετ’ ολίγον οι περί τον Ράγκον και Μακρήν και την Παλαιοκατούναν. Ούτω το Λεσίνι διατήρησε την εν αυτώ λαμπάδα της ελευθερίας άσβεστον”.
Στα 1828 το Λεσίνι αναφέρεται ως έδρα φρουράς, καθώς τούτο μαρτυρείται από ένα ανέκδοτο έγγραφο του καιρού εκείνου, που σήμερα σώζεται στο Κοινοτικό Γραφείο μας. Ιδού σε πιστή αντιγραφή το έγγραφο.
Μονόφυλλο χάρτου σχ. 0.22 X 0.29 μ. Στη δεύτερα σελίδα και στο μεσαίο χώρο της, αναγράφεται η ταχυδρομική διεύθυνση του εγγράφου:
"Προς τους κ. Ιωαννίκιον και Αναγνώστην Καρπούζη τους εκ της φρουράς του Λεσινίου.
Ο Στρατηγός Αρχ / του Α’ Βαθμού, εν Μύτικα"
"Δούλων σας
Α ρ χ ι σ τ ρ α τ η γ ε ί ο ν
" Μύτικα 2 Αυγούστου 1828
"Προς τον Κον Ιωαννίκιων και Αναγνώστην Καρπούζην
"Φρούράρχος του Λεσινίου.
"Διορίζεσθε κατά επιταγήν της Α.Ε. του Αρχιστρατήγου να προσθέσετε εις την υπό την οδηγίαν σας φρουράν του Λεσινίου άλλους είκοσι στρατιώτας, προσέχοντες όμως να μην είναι από τας σχηματισμένος χιλιαρχίας, να είναι δε στρατιώται καλώς ενοπλισμένοι με ηλικίαν υπερβαίνουσαν τους δέκα οκτώ χρόνους και σταθεροί στρατιώται.
"Τούτους θέλετε τους εμφαίνει τακτικώς εις τον κατάλογον αναφερόμενοι συγχρόνως όταν αιτώνται περί των μερίδων των.
"Ο Στρατηγός Αρχηγός
"του Α’ Βαθμού (Τ.Σ.) Δέντζελος
Αξιοπρόσεχτη είναι και η σφραγίδα του εγγράφου. Είναι σε σχήμα αυγού και παρασταίνει γυναίκα να πολεμάει όρθια με μακρύ δόρυ. Στα πόδια της υπάρχει σύμπλεγμα κλάδων, ελιάς προφανώς, και άνω δεξιά μικρό πτηνό, ενώ στον κύκλο φέρει τις λέξεις: "Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ". Η υπογραφή ευανάγνωστη και αρκετά καλά διατηρουμένη, σε διαφορετικό στυλ γραμμάτων από το άλλο κείμενο του εγγράφου, μπορεί με βεβαιότητα να αναγνωρισθεί σαν του Γάλλου φιλέλληνα Ντέντζελ, του παλιού επιτελικού συνταγματάρχου Δέντζελου - καθώς είχαν εξελληνίσει οι αγωνισταί το όνομά του (Κασομ. Γ. σελ. 131, 146, 171) - που είχε κατεβεί στην Ελλάδα κατά την επανάσταση και διακρίθηκε υπό τον στρατηγό Τσώρτς, την Ακαρνανία και στον Αμβρακικό και Κορινθιακό κόλπο, του πολεμιστού που το Ξηρόμερο του οφείλει πολλά κατά τον απελευθερωτικό αγώνα.
Το Λεσίνι, λοιπόν, δεν προσκύνησε και δεν σταμάτησε ίσαμε το αίσιο πέρας του αγώνα να αμύνεται. Υπερασπιστές του αποφασιστικοί έμεναν πάντοτε σε αυτό, τροφοδοτούμενοι από το γειτονικό Ιόνιο νησί Κάλαμο, που τον κατείχαν οι Άγγλοι. Η πάλη για την φύλαξή του ή την κατάκτησή του είχε πάρει και κει πολύ από την παλληκαριά εκείνη, που χαρακτήριζε τις ηρωικότερες αναστάσεις του ξεσηκωμού και κανένα από τα σκληρά μέσα της τότε πολεμικής τακτικής δεν έλειψε να χρησιμοποιηθεί και από τα δύο μέρη. Βέβαια η παράδοση θέλει πως κινδύνεψε πολλές φορές στα σοβαρά το Λεσίνι, μα η Παναγία η "Λεσινιώτισσα" πάντοτε έκανε το θαύμα Της. Και κάποτε, που απαυδισμένοι από την πεισμονή επιμονή του δυνάστη να το καταλάβη, απεφάσισαν να φύγουν στον Κάλαμο, όταν πήγαν να συναποκομίσουν μαζί τους και της Εφέστιας Θεάς των την Εικόνα, αυτή δεν μετακινούταν με κανέναν τρόπο από την θέση της. Αυτό εξηγήθηκε για ευνοϊκό θεϊκό σημάδι, δεν έφυγαν και με την προστασία της Παναγίας έμειναν πάντοτε απρόσβλητοι.
Προμαχώνας εθνικός σαν όλα τα μοναστήρια της Χώρας μας, που στο πείσμα του χρόνου επιμένουν να στέκονται εκεί στις αποκόσμιές τους, σύμβολα ακατάλυτα της θαυμαστής ένωσης που έχει δέσει αξεχώριστα την υλική έννοια του Γένους με την πνευματική ουσία της πίστης μας, και η Παναγία η "Λεσινιώτισσα" κρατάει χτισμένη πάνω στα γερά θεμέλιά της τη χτεσινή τοπική Ιστορία.
Και κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου, συνάζονται "εκ περάτων" ευλαβικοί προσκυνηταί για να πάρουν δύναμη από την Ελληνική διάρκεια και να νιώσουν να τους φλογίζη την ψυχή η ζωντανή ιστορία και ο θρύλος. Και θα προστρέχουν πάντοτε για ν’ αποθέσουν στο θαυματουργό Εικόνισμά Της την πίστη και την ελπίδα του για κάποιο καλλίτερο μέλλον.
Λεσινιώτισσα ΑεροφωτογραφίαΛεσινιώτισσα ΑεροφωτογραφίαΣτράτος Μπίκας

πηγή:pentalofo.gr