26 Απριλίου 2015

Ελλάδα: ιστορικός και πολιτικός αναστοχασμός




του Θόδωρου Γεωργίου*

Πριν από δύο αιώνες
(στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα) η Ελλάδα συγκροτήθηκε ως πολιτική κοινωνία και εντάχθηκε στην ευρωπαϊκή πολιτική μορφή ζωής. Τα δύο αυτά μείζονα συμβάντα δεν συντελέστηκαν και ολοκληρώθηκαν σε μία και μόνο πράξη. Συντελούνται διαρκώς με συνεχείς πράξεις των εκάστοτε συλλογικών κοινωνικών υποκειμένων μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για μία ιστορική αλληλουχία πράξεων και ενεργειών που στοχεύουν στον επαναπροσδιορισμό, στην εκάστοτε ιστορική και πραγματολογική συγκυρία, του πολιτικού χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνικής συλλογικότητας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της.  
Ας σημειωθεί ακόμη ότι τόσο η συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας ως πολιτικής αστικής συλλογικότητας όσο και η ένταξή της στον ευρωπαϊκό συνειδησιακό βιόκοσμο άρχισε πολύ νωρίς σε σχέση προς άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες και μάλιστα πριν ακόμη καταρρεύσει το παλιό καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, από το οποίο προερχόταν η νέα πολιτική κοινωνία.
Η ιστορική εξέλιξη της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας δεν υπήρξε ούτε προοδευτική ούτε γραμμική. Η πολιτική ιστορία της ελληνικής κοινωνίας είναι γεμάτη από παλινδρομήσεις και παλινωδίες. Σε γενικές όμως γραμμές μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η ελληνική κοινωνία κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα και ιδιαίτερα μετά την πτώση της δικτατορίας (το 1974) συγκροτείται ως πολιτική κοινωνία, η οποία σε θεσμικό επίπεδο οργανώνεται κατά πρότυπο τρόπο.
Λειτουργούν οι αρχές και οι θεσμοί του δημοκρατικού κράτους δικαίου και οργανώνεται σε επαρκές επίπεδο το κοινωνικό κράτος. Εχει ενταχθεί η Ελλάδα σε θεσμικό επίπεδο στην Ευρώπη και αργότερα εντάσσεται και στην Ευρωζώνη.
Με τη φιλοσοφική γλώσσα μπορούμε να πούμε: η Ελλάδα έχει ενταχθεί στο «πνεύμα της εποχής της» (Hegel). Δεν βρίσκεται στο περιθώριο των ιστορικών εξελίξεων. Οι πολιτικοί ηγέτες μετά την πτώση της χούντας λαμβάνουν τις πολιτικές εκείνες αποφάσεις, οι οποίες προετοιμάζουν το έδαφος για τον πολιτικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό εξορθολογισμό της ελληνικής συλλογικότητας.  
Επεξεργάζονται σχέδια και προγράμματα, τα οποία εντός του λογικού πλαισίου της «πολιτικής οικονομίας» (Marx) μπορούν να εξασφαλίσουν και να εγγυηθούν «ωφελιμότητα» για την ίδια την ελληνική κοινωνία. Ως έσχατος πολιτικός στόχος αναγορεύεται η ευημερία του ελληνικού λαού με κάθε τίμημα.
Εντός των ευρωπαϊκών προγραμμάτων οι λογικές των επιδοτήσεων και εντός των διεθνών αγορών οι λογικές των δανείων. Εδώ ακριβώς εντοπίζει κανείς το παράδοξο του εξορθολογισμού: ενώ η ελληνική κοινωνία εντάσσεται στο «πνεύμα της εποχής της» αυτό το κάνει με καθαρά εργαλειακό τρόπο, με αποτέλεσμα η ίδια να υπονομεύει και να ακυρώνει το διαφωτιστικό μετασχηματισμό της.  
Με άλλα λόγια, η κρίση την οποία περνάει η ελληνική κοινωνία εδώ και πέντε χρόνια (από το 2009) έχει να κάνει με τη συλλογική συνείδησή της: με τη συγκρότησή της ως πολιτική κοινωνία και με την ένταξή της στον ευρωπαϊκό πολιτικό βιόκοσμο. Στον βαθμό που υιοθέτησε την εργαλειακή (ωφελιμιστική) λογική έναντι του ευρωπαϊκού πολιτικού βιόκοσμου επόμενο ήταν, όταν οι πραγματολογικές συνθήκες άλλαξαν ριζικά, να πληρώσει το τίμημα η ελληνική κοινωνία.
Με τους όρους της αναλυτικής γλώσσας εντοπίζουμε δύο παράγοντες, οι οποίοι παίζουν καταλυτικό ρόλο στην εμφάνιση της κρίσης στην ελληνική κοινωνία: πρώτον, την εργαλειακή λογική του ελληνικού εξορθολογισμού και δεύτερον, τα πρωτεία της οικονομίας έναντι της πολιτικής στο παγκόσμιο σύστημα κατανομής της ισχύος.
Η Ελλάδα ως κοινωνία και ως οικονομία μέχρι τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα ακολουθούσε κατά την ιστορική πορεία της τις πρακτικές και τις στρατηγικές του πολιτικού διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πρακτικές αυτές η εκάστοτε κοινωνική συλλογικότητα συγκροτείται ως πολιτική κοινωνία στο βαθμό που κατασκευάζει το δημοκρατικό κράτος δικαίου.
Η Ελλάδα παραμένει πιστή στον πολιτικό διαφωτισμό και εργάζεται για τον πολιτικό εξορθολογισμό της, αλλά ταυτόχρονα υιοθετεί την εργαλειακή λογική από τη στιγμή που εντάσσεται στη θεσμική οργάνωση του ευρωπαϊκού πολιτικού βιόκοσμου. Αυτοπαγιδεύεται και προσθέτει στη συνειδησιακή προβληματική της μία αντίφαση, την οποία δεν μπορεί ως υποκείμενο να επιλύσει.
Ενώ η ίδια η ελληνική κοινωνία απαιτεί από τον εαυτό της να είναι πεφωτισμένο υποκείμενο, πράγμα που σημαίνει να σχεδιάζει και να εφαρμόζει ιδέες του διαφωτισμού, εγκλωβίζεται στην εργαλειακή λογική, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη μετατρέπεται σε «Αγελάδα», την οποία όλα τα εθνικά κράτη ως «συντεχνιακές» συλλογικότητες καλούνται να την αρμέξουν!
Στην εργαλειακή λογική του ελληνικού εξορθολογισμού θα προσθέσουμε την ιστορική εξέλιξη, η οποία αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Η ιστορική ανατροπή αναφέρεται στα πρωτεία της οικονομίας έναντι της πολιτικής. Μπροστά σ’ αυτή την κοσμογονική και ριζική αλλαγή οι πολιτικοί ηγέτες της μεταπολεμικής Ελλάδας που επεδίωξε να εξορθολογιστεί, απέτυχαν. Η οικονομία με τα πολλά πρόσωπά της κυριαρχεί.
Το τελικό πολιτικό συμπέρασμα των αναλύσεών μας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Στον βαθμό που μία κοινωνική συλλογικότητα δεν μπορεί να επεξεργαστεί σε επίπεδο συνείδησης όσα συμβαίνουν στην εκάστοτε ιστορική και πραγματολογική συγκυρία, τότε εκ των πραγμάτων θέτει τον εαυτό της στο περιθώριο της ιστορίας. Αυτό ενδεχομένως να είναι το επόμενο στάδιο της κρίσης για την ελληνική κοινωνία.
Το γραμμικό και το προοδευτικό πρόγραμμα πολιτικού και οικονομικού εξορθολογισμού της, το οποίο διαμορφώθηκε μετά την μεταπολίτευση, διακόπηκε με βίαιο τρόπο κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα επειδή δύο μείζονα συμβάντα (η εργαλειακή λογική του ελληνικού εξορθολογισμού και τα πρωτεία της οικονομίας έναντι της πολιτικής) δεν κατόρθωσε η ελληνική συνείδηση να τα επεξεργαστεί και να εντάξει σ’ ένα νέο ιστορικό σχέδιο και σ’ ένα νέο πολιτικό πρόγραμμα.
 * Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης 
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης